United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΕΔΓΑΡ Αυτά τω όντι φαίνονται ο κολοφών της λύπης εις όποιον πράγματα πικρά δεν αγαπά ν' ακούη. Αλλ' έχω κι' άλλα να ειπώ διότι κι' άλλη πίκρα ήλθε ν' αυξήση το κακόν και να το κορυφώση. Ενώ 'θρηνούσα κ' έκλαια, εμβαίνει μέσα ένας, που άθλιον μ' εγνώρισε και καταφρονημένον κι' ως τότε με απέφευγε με φρίκην.

Διατί έκλαια; Μη η καρδία γνωρίζει διατί πάλλει; Μη επιδέχεται ανάλυσιν της ψυχής το ενδόμυχον αίσθημα; Δεν ήλθα χάριν της Δεσποίνης εις Χίον, αλλ' όμως τότε, ενώ επερίμενα να την φέρη ο κάτοχος της, μου εφαίνετο ότι η ζωή μου ολόκληρος εις εκείνην συνεκεντρούτο. Δεν εσκεπτόμην περί του θησαυρού, ούτε περί των σχεδίων τα οποία επί της ευρέσεώς του εβάσιζα.

Ενώ δε ευρισκόμην εις αυτήν την στενοχωρίαν και σχεδόν έκλαια, παρουσιάσθη ο φυσικός Εμπεδοκλής, ο οποίος εφαίνετο ως καρβουνιάρης στακτωμένος και κατακαμμένος. Εγώ, όταν τον είδα, πρέπει να το ομολογήσωεταράχθηκα ολίγον και ενόμισα ότι έβλεπα φάντασμα της σελήνης, αυτός όμως• Μη φοβείσαι, μου είπε, Μένιππε, ού τις τοι θεός ειμί, τι μ' αθανάτοισιν εΐσκεις;

Τούτα μου είπε, και η καρδιάτο στήθος μου ερραγίσθη. κ' έκλαια καθήμενοςτον άμμο, και η ψυχή μου να ζήση πλειά δεν ήθελε, να ιδή το φως του ηλίου. 540 και αφού χάμου κυλιούμενος εχόρτασα το κλάμμα, είπε μου τότε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης•

ΜΕΝ. Όχι δωρεάν, φίλε μου• διότι και τα νερά του πλοίου έχυνα και κουπί ετράβηξα και μόνον εγώ από τους επιβάτας σου δεν έκλαια. ΧΑΡ. Αυτά δεν αξίζουν τίποτε για μένα• πρέπει να πληρώσης τον οβολόν• αλλοιώτικα δεν μπορεί να γείνη. ΜΕΝ. Λοιπόν γύρισέ με πάλιν εις την ζωήν. ΧΑΡ. Αστείος είσαι, διά να έχω και τιμωρίας από τον Αιακόν. ΜΕΝ. Παύσε να με σκοτίζης λοιπόν.

Τούτα μου είπε, και η καρδιάτα στήθη μου ερραΐσθη, και έκλαια καθήμενοςτην κλίνη και η ψυχή μου να ζήση πλειά δεν ήθελε, να ιδή το φως του ηλίου. αλλ' άμ' αυτού κυλιούμενος εχόρτασα το κλάμμα, το στόμα πάλιν άνοιξα κ' εκείνης απαντούσα• 500 ω Κίρκη, ποιος θα 'ναι οδηγός εις τούτο το ταξείδι; 'ς τον Άδη ακόμη πλέοντας κανείς δεν έχει φθάσει».

ΠΑΝΝΥΧΙΣ. Δεν έπρεπε να του πης αυτά αμέσως, αλλά : «Δοξάζω τους θεούς που σωθήκατε, μάλιστα τον φιλόξενον Δία και την πολεμικήν Αθηνάν• η κυρά μου δεν έπαυε να ρωτά και να πληροφορήται πού είσθε και τι κάνετε»• αν έλεγες δε και ότι έκλαια και πάντοτε θυμώμουνα τον Πολέμωνα, θα ήτο ακόμη καλλίτερα. ΔΟΡΚ. Τα είπα όλα στην αρχή, αλλά εβιαζόμουνα να σου πω τι ήκουσα.

Είταν αδύνατο, άδικο είταν ένα πλάσμα σαν και σένα, τόση χάρη και τόσος νους, τόση χάρη παιδιακήσια και νους τόσο γερός, τόση ψυχή, τόσο φως να χαθούν, κι άμα πεθάνης να μην ξέρη κανείς πως είσουν της πλάσης το στολίδι, το καμάρι τουρανού. Για τούτο έκλαια κι απελπίζουμουν και ζητούσα κάτι να κάμω για σένα, κανένα ποίημα να σου χαρίσω, που να σε δοξάζη, που να μείνη παντοτεινά. Και διές τώρα!

Απεφασίσθη δε ναποπεμφθώμεν και ημείς εκ της νήσου πριν ή παρέλθη η προθεσμία μας και μόνον την επομένην ημέραν να μείνωμεν. Τότε εγώ κατελήφθην υπό απελπισίας και έκλαια σκεπτόμενος ποίαν ευτυχίαν έμελλα ναφήσω και ναρχίσω πάλιν να πλανώμαι.

Αυτό μ' έγγιξεν εκεί που με πονούσε. Τα γράμματά σου δεν ήρχοντο τακτικά, γιατί τα άνοιγαν στον δρόμο. Και δεν φθάνει, που δεν άφηναν μέσα τίποτε, μόνον ύστερα εντρέπονταν να τα φέρουν ανοιγμένα, και έτσι έμενα εγώ χωρίς ειδήσεις σου, κ' εκαθόμουν κ' έκλαια. Μολαταύτα δεν του είπα τίποτε. Τόσον καιρό υπόφερα, ας υποφέρ' ακόμα.