United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εάν τον θέλης, πάρε τον. Έλα και συ μαζί μας. ΛΗΡ Έλ', Αθηναίε! ΓΛΟΣΤ. Σιωπή! Σιγά, σιγά! Ελάτε! ΕΔΓΑΡ Και ήτοντον πύργον σκοτάδι πυκνό, κ' εμβαίνει και κράζει: ω φάι, φουμ, φω, ανθρώπινο αίμα μυρίζει εδώ! Θάλαμος εν τω μεγάρω του Γλόστερ. ΚΟΡΝ. Θα τον εκδικηθώ πριν φύγω απ' εδώ! ΕΔΜ. Τρομάζω, αυθέντα μου, όταν συλλογίζομαι πόσον θα κατηγορηθώ, διότι εθυσίασα εις το καθήκον τα αισθήματά μου.

Εμβαίνει λοιπόν εις πλοιάριον, και βοηθούμενος υπό του σκότους της νυκτός, ατρόμητος διαπλέει εν τω μέσω του εχθρικού στόλου· φθάνων δε εις την Σαλαμίνα ανακοινόνει αμέσως προς τον εχθρόν του Θεμιστοκλέα την προσέγγισιν του Περσικού στόλου και τον επικείμενον κίνδυνον, όπως ως ναύαρχος διατάξη τα δέοντα.

Τα τελώνια που με δουλεύουν, το έκτισαν εις μίαν στιγμήν. Ενώ η Κεριστάνη ήθελε να ακολουθήση την ομιλίαν της, ιδού εμβαίνει μία αρχοντοπούλα, η οποία έδειχνε πώς ήτον πολλά θλιμμένη. Η Κυρά γνωρίζοντάς την από το πρόσωπόν της ότι ήθελε να της προμηνύση καμμίαν θλιβεράν είδησιν εφώναξε μεγάλως, έπειτα εδόθη εις κλάματα πικρότατα.

Και επροχώρει προς την θύραν βαστάζων την επιστολήν ανοικτήν ακόμη και επαναλαμβάνων ως εν παραληρήματι: — Ποιος; Ποιος ήλθεν; Ότε εμβαίνει με χαράν η νύμφη του βαστάζουσα και αυτή την άρτι κομισθείσαν επιστολήν της ανοικτήν· ηκολούθει δε η γραία μητέρα της, χαζή από την εξαφνικήν χαράν της και παραπαίουσα ως από οίνου. — Καλώς τον δεχθήκαμε, κραυγάζουν και αι δύο συγχρόνως, καλώς τον δεχθήκαμε!

ΚΕΝΤ Τους ηύρα εις το σπίτι των, κ’ εκεί τα γράμματά σου τα έδωκατα χέρια των, γονατιστός εμπρός των, Ακόμη εγονάτιζα το σέβας μου να δείξω, κ' εμβαίνει έξαφνα εκεί τρεχάτος ταχυδρόμος λαχανιασμένος, βιαστικός, ιδροπερεχυμένος. και από την κυρίαν του, την Γονερίλην, φέρνει χαιρετισμούς και γράμματα. Με άφησαν εμένα κ' εδιάβασαν το γράμμα της.

Και μένοντες ημείς μοναχοί εκεί, ο ξένος εμβαίνει εις την κασσέλαν και κλείεται μέσα· και εις τον ίδιον καιρόν η κασσέλα εσηκώθη από την γην εις τον αέρα με μίαν μεγαλώτατην ογληγορότητα, που εις μίαν στιγμήν υστερώτερα εξαναγύρισε και εκατέβη εις τα ποδάρια μου. Δεν ημπορώ να ειπώ εις ποίον βαθμόν έμεινα εκστατικός διά ένα παρόμοιον θέαμα.

Φύσα, χρυσέ μου, φύσα! ηκούσθη ο καπετάν Γιάννης, αποτεινόμενος προς το ούριον αεράκι. Η σκούνα εμβαίνει ήδη εις τον Ελλήσποντον ως νύμφη εις την παστάδα.

Ο δε βασιλεύς ήτον πολλά εκστατικός διά την μεγάλην ευμορφάδα της θυγατρός του, και δεν ημπορούσε να ξεκολλήση από το να την χαίρεται· μα αυτή η χαρά του δυστυχούς ολίγον του εφτούρησεν επειδή και εις το αναμεταξύ που την εκύτταζεν, ιδού και εμβαίνει εις εκείνον τον χοντζερέ μία σκύλα άσπρη πολλά μεγάλη με το στόμα ανοικτόν, την οποίαν η Κεριστάνη βλέποντάς την έκραξε, λέγοντάς της· έπαρε τούτην την μικράν κόρην απ' έμπροσθέν μου· ότι δεν ημπορώ να την υποφέρω· και η σκύλα ευθύς επλησίασε, και παίρνοντας με τα δόντια την κόρην έφυγε με μεγάλην ορμήν.

ΕΔΓΑΡ Αυτά τω όντι φαίνονται ο κολοφών της λύπης εις όποιον πράγματα πικρά δεν αγαπά ν' ακούη. Αλλ' έχω κι' άλλα να ειπώ διότι κι' άλλη πίκρα ήλθε ν' αυξήση το κακόν και να το κορυφώση. Ενώ 'θρηνούσα κ' έκλαια, εμβαίνει μέσα ένας, που άθλιον μ' εγνώρισε και καταφρονημένον κι' ως τότε με απέφευγε με φρίκην.

Ο δούλος του, ο νεαρός Λούκιος ανακρούει κατ' αίτησίν του μέλος τι, αλλά κεκμηκώς κλείει εντός ολίγου τα βλέφαρα και αποκοιμάται. Τότε εις την τρέμουσαν λάμψιν του σβεννυμένου δαυλού, εμφανίζεται του Καίσαρος η σκιά· Θαμπά που καίει ο δαυλός... Ποιος είναι που εμβαίνει;... Είναι τα 'μάτια μου θαρρώ τα αδυνατισμένα που πλάττουν τούτο το φρικτόν το φάντασμα εμπρός μου!