United States or Slovakia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόρα ο διάβολος άρχισε να ξυή το αυτί του. Μωρέ, λέγει, και άλλο μασκαραλίκι να πάθω! Γιατί ναι πειράζει τους ανθρώπους συχνά· μα κ' εκείνοι κάποτε του σκαρώνουν δουλειές που κλειέται για μήνες καταντροπιασμένος στη φωλιά του. Μια φορά έρριξαν στον δρόμο μια σκούφια Κεφαλλωνίτικη κ' έσπασε το κεφάλι του για να καταλάβη τι είνε.

Δεν έχουν τείχη, αλλά, κατά τας τέσσαρας εξωτερικάς του χωρίου πλευράς, των οικιών τα οπίσθια συνεχόμενα αποτελούν αδιάκοπον προτείχισμα. Αι θύραι των οικιών κείνται έσωθεν, εντός του χωρίου, η κεντρική δε αυτού οδός, τέμνουσα των οικιών την συνέχειαν, σχηματίζει του οχυρώματος την πύλην. Είναι δε αληθώς πύλη η τοιαύτη οπή, καθότι και κλείεται διά κιγκλιδωτών εκ σιδήρου θυρών.

Τανιστορούσε η Μαριγή από τη μια το τι την περίμενε, θυμούνταν από την άλλη το ιερό το λείψανο που μαύρο και καρβουνιασμένο κοιτότανε στου Μελιδονιού τη σπηλιά, το λείψανο του πονεμένου της Μανουσάκη, που ως και τη φωνή του την άκουγε ακόμα, τότες που στο σπίτι τους μέσα την παρακαλούσε να φύγουνε πρι να πλακώση η αρβανιτιά, και κείνη πάσκιζε να μαζέψη και να πάρη τα νυφικά της, ώσπου πλάκωσαν τα θεριά, και θαρρώντας ο δόλιος πως έφυγε κ' η Μαριγή με τη μάννα του, που την έβλεπε κ' έτρεχε κατά το σπήλιο, αφίνει την αγαπημένη του πίσω και φεύγει, και κλειέται στο σπήλιο μαζί με τους άλλους, και σαν είδε ύστερα πως έλειπε η καλή του, τρέλλα και τρέλλα τον πήρε.

« Σ' είδε ο Αλή-Πασσάς » Και σκανδαλιέται. » Και μεςτα σπλάχνα του » Έρωτας κλειέται.» « Σ' είδε και τ' άτι του · «'Στά 'πισθινά του » Σηκώθκε, άγριψαν » Τα όμματά του.» « 'Στό παραθύρι σου » Έβγα, Φροσύνη. » Φεύγει ο Μουχτάρης σου, » Και 'γειά σ' αφίνει.» « Άκουσε! Άκουσε! . . » Πώς τραγουδάει! . . » Με το τραγούδι του » Σε χαιρετάει

Και μένοντες ημείς μοναχοί εκεί, ο ξένος εμβαίνει εις την κασσέλαν και κλείεται μέσα· και εις τον ίδιον καιρόν η κασσέλα εσηκώθη από την γην εις τον αέρα με μίαν μεγαλώτατην ογληγορότητα, που εις μίαν στιγμήν υστερώτερα εξαναγύρισε και εκατέβη εις τα ποδάρια μου. Δεν ημπορώ να ειπώ εις ποίον βαθμόν έμεινα εκστατικός διά ένα παρόμοιον θέαμα.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Εδώ πώς ήλθες; λέγε μου· και διατί να έλθης; Ο τοίχος είναι υψηλός και δύσκολα πηδάται, και δι’ εσένα θάνατος αυτός ο κήπος είναι, αν σ' εύρη έξαφνα εδώ κανένας συγγενής μου. ΡΩΜΑΙΟΣ Με τα πτερά του Έρωτος επήδησα τον τοίχον. Με λίθινα εμπόδια δεν κλείεται ο Έρως, κι ό,τι του είναι δυνατόν τολμά και να το κάμη· κι ούτε μου ήλθεν εις τον νουν των συγγενών σου φόβος.

Κλειέται με μιας κ' η θάλασσα· κι' ο &Μέρης& μανιωμένος, 'Σάν λύκος λυσσασμένος, Γρήγωρα θέλει τα κλειδιά. Τ' αρνιούνται οι κυκλωμένοι. Είνε το πρώτο κλείσιμο, δεν είναι πεινασμένοι, Και δεν τους λείπει τίποτα, έχουν μπαρούτι-βόλι, Έχουν καθάρια τη ματιά, είνε λιοντάρια όλοι.

Μετ' ολίγα λεπτά, οι δύο χωροφύλακες, αφού έρριψαν τελευταίαν βλέμμα προς την κλαβανήντην οποίαν είχον ιδεί να κλείεται ακριβώς καθ' ην στιγμήν εισήρχοντο εις το ισόγειονεξήλθον. Η Αμέρσα ανεσηκώθη. Της εφάνη ότι ήκουσε τριγμόν εις το κάτω σκαλοπάτι της εξωτερικής σκάλας, ήτις ήτο ξυλίνη, σκεπαστή υπό το ευρύχωρον χαγιάτι, το υπόστεγον. Ετρεξε προς την θύραν.