Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Έκαμα τον σταυρόν μου εκεί εις το ύπαιθρον, ανέβην επί δένδρου, του οποίου ο κορμός υψούτο παρά την πύλην, επήδησα τον τοίχον και ευρέθην εκτός του χωρίου ελαφρός και αδέσμευτος. Έτρεξα δρομαίος προς την καλύβην όπου ο Παντελής υπεσχέθη να με περιμείνη. Αλλά δυο ημερόνυκτα παρήλθον έκτοτε. Περιμένει αρά γε εισέτι; Η καλύβη ήτο κλειστή.
Γιατί επήδησα στο μπάρκο; γιατί εφώναξα «παιδιά εδώ»; Κ' εγώ δεν ξεύρω. Είδα πως ήταν γερό εκείνο; έλπισα πως θα εσωνόμαστε με αυτό; Τίποτα δεν είδα, τίποτα δεν έλπισα. Στη φωνή μου επήδησαν και οι άλλοι στο μπάρκο και ο καπετάνιος υστερνός. Και απάνω στην ώρα· πέντε λεφτά αργότερα όλοι θα επηγαίναμε στον πάτο. Γιατί από το αδιάκοπο τίναγμα ήρθε μία στιγμή κ' εχωρίστηκαν τα καράβια.
Δεν είχαμε ζήση ακόμη δυο ημερόνυκτα εις την θάλασσαν, όταν ένα πει- ρατικό καράβι καλά αρματωμένο μας εκυνήγησε· επειδή το καράβι μας δεν ήταν καλοθάλασσο, αναγκασθήκαμε να ανδρειευθούμε και να πολεμήσωμε· καθώς επιασθή- καμε, εγώ επήδησα μέσα εις το πειρατικό, κ' ευθύς εκεί- νοι το εξεκόλλησαν από το δικό μας, κ' εγώ έμεινα μό- νος εις τα χέρια τους.
Να μη σου τα πολυλογώ, ανέβηκα έτσι, επήδησα έξω και ήλθα• ευρήκα δε την πόρτα της αυλής καλά κλεισμένη. Ήσαν μεσάνυκτα. Λοιπόν δεν εκτύπησα, αλλ' ανεσήκωσα σιγά σιγά την πόρτα κ' εγύρισα τον στρόφιγγα, όπως είχα κάμη και άλλοτε, κι' εμπήκα χωρίς να κάνω θόρυβο. Μέσα εκοιμούντο όλοι κι' εγώ επροχώρησα τοίχο-τοίχο κ' έφθασα στο κρεββάτι. ΙΟΕΣ. Ω Δήμητρα, τι θα πη; Με πνίγει η αγωνία.
Επήδησα ταχέως έξω, εφόρεσα το υποκάμισόν μου, την περισκελίδα μου, έκαμα ένα βήμα διά να αναβώ. Άνω της κορυφής του βράχου, του οποίου η βάσις εβρέχετο από την θάλασσαν, θα έλυα την Μοσχούλαν, την μικρήν αίγα μου, και με διακόσια ή περισσότερα βήματα θα επέστρεφα πλησίον εις το κοπάδι μου.
Ω! ποτέ δεν εμίσησα τους Τούρκους όσον κατ' εκείνην την στιγμήν! Επήδησα εντός της λέμβου πριν ή δυνηθή ο πλοίαρχος να μ' εμποδίση. Οι ναύται εκωπηλάτουν βιαίως. Υπήγομεν οπίσω. Εσιωπώμεν προσέχοντες μη ακούσωμεν την φωνήν της. Εκράζομεν δυνατά διά ν' ακουσθώμεν. Τίποτε! Εβλέπομεν εις το σκότος μη διακρίνωμεν μορφήν τινα επί των κυμάτων. Τίποτε! Τίποτε!
Εσκέφθην και απεφάσισα. Το σχέδιόν μου ήτο έτοιμον. Εβάδιζα προς εκτέλεσίν του και ο Θεός βοηθός ! Το σκότος ήτο βαθύ, αλλά τα πάντα μου ήσαν γνωστά εκεί, ώστε ηδυνάμην με κλειστούς τους οφθαλμούς να εύρω τον δρόμον. Ότε έφθασα εις την άκραν του περιβόλου επήδησα τον τοίχον, όστις ήτο εκεί χαμηλότερος, και ευρέθην εντός του κήπου.
O Ρούντυ με επάτησε δυνατά εις την ουράν! Ο Ρούντυ είναι πολύ αδέξιος· εμιαούριζα, αλλά ούτε αυτός ούτε η Μπαμπέττα είχαν αυτιά διά να ακούσουν. Άνοιξαν την πόρτα, εισήλθον και οι δυο, εγώ εμπρός· επήδησα μόλα ταύτα επάνω 'ς τη ράχη μιας καρέκλας, γιατί πώς να ήξερα, πώς τάχα θα επαρουσιάζετο ο Ρούντυ.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ Εδώ πώς ήλθες; λέγε μου· και διατί να έλθης; Ο τοίχος είναι υψηλός και δύσκολα πηδάται, και δι’ εσένα θάνατος αυτός ο κήπος είναι, αν σ' εύρη έξαφνα εδώ κανένας συγγενής μου. ΡΩΜΑΙΟΣ Με τα πτερά του Έρωτος επήδησα τον τοίχον. Με λίθινα εμπόδια δεν κλείεται ο Έρως, κι ό,τι του είναι δυνατόν τολμά και να το κάμη· κι ούτε μου ήλθεν εις τον νουν των συγγενών σου φόβος.
Εγώ ετράβηξα· δεν ήταν να χασομερίζω περισσότερο. Επέρασα βράχους, επήδησα λιθάρια, έπεσα εσηκώθηκα· πάλι έπεσα, πάλι εσηκώθηκα· έφτασα κάποτε σε μια καλύβα. Ηύρα εκεί όλους τους άλλους γύρω στη φωτιά. Βρεγμένους, ξεσκλισμένους, ματωμένους, γερούς όμως όλους. Όλους όχι. Ο καπετάν Δρακόσπιλος έμεινε στ' ορθολίθι ως που τον έθαψε ζωντανόν το χιόνι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν