United States or Montserrat ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο φερωνύμως κατάλληλον διά ν' ανακουφίζη τας λύπας, τους καϋμούς και τα βάσανα του κόσμου τούτου. Η γραία Αρετή απέθανε, και ο γυιός της ο Αλύπας την έθαψε «με τα χεράκιά του», ως ιερεύς και ως υιός, όπως αυτή ηυχήθη.

Ήτο εικοσιπεντούτις και είχε νυμφευθή προ πέντε ετών. Ο κυρ-Μοναχάκης την είχε λάβει εις δεύτερον γάμον, αφού έθαψε την πρώτην γυναίκα του και υπάνδρευσε την κόρην του, κατά έν έτος πρεσβυτέραν της Λιαλιώς. Του εφαίνετο ότι εγίνετο αυτός κατά είκοσιν έτη νεώτερος, νυμφευομένος την εικοσαετή ταύτην παιδίσκην.

ταγέρι κρεμασμένα Ωσάν καντήλια τ' ουρανού, αποβραδής δύο φώτα Εφάνηκαντη σκοτεινιά... Κάνεις δεν τάχε ανάψη... Κ' ένας που επέρασε απεκεί, καλόγερος, διαβάτης, Κ' είδε το θάμμα κ' έδραμε, 'ς τη λάμψη δύο κεφάλια Ηύρε που πλάγιαζαν γλυκά... Τώνα του Παπαγιάννη Και τάλλο του Δεσπότη του. — Γονατιστός εμπρός τους Έμειν' ο γέρος κ' έκλαψε... Τους έρριξε τρισάγιο, Τα φίλησετο μέτωπο και με το δοκανίκι Έσκαψε λάκκο κ' έθαψε τ' αχώριστα τ' αδέρφια.

Εγώ ετράβηξα· δεν ήταν να χασομερίζω περισσότερο. Επέρασα βράχους, επήδησα λιθάρια, έπεσα εσηκώθηκα· πάλι έπεσα, πάλι εσηκώθηκα· έφτασα κάποτε σε μια καλύβα. Ηύρα εκεί όλους τους άλλους γύρω στη φωτιά. Βρεγμένους, ξεσκλισμένους, ματωμένους, γερούς όμως όλους. Όλους όχι. Ο καπετάν Δρακόσπιλος έμεινε στ' ορθολίθι ως που τον έθαψε ζωντανόν το χιόνι.

Μετά τρεις δε ημέρας, ο βουκόλος ανεχώρησε διά την πόλιν, αφήσας να το φυλάττη είς των συντρόφων του, ήλθεν εις τον οίκον του Αρπάγου και τω είπεν ότι ήτο έτοιμος να δείξη το πτώμα του παιδίου. Έπεμψε τότε ο Αρπαγος τους πιστοτάτους των δορυφόρων του, εβεβαιώθη δι' αυτών περί του πράγματος, και έθαψε τον υιόν του βουκόλου.

Όταν ο Βασιληάς Μάρκος έμαθε το θάνατο των αγαπημένων, πέρασε τη θάλασσα, και σαν ήρθε στη Βρεττάνη, είπε κ' έφτιασαν και στόλισαν δυο φέρετρα το ένα με αχάτη για την Ιζόλδη, το άλλο με βύριλλο για τον Τριστάνο. Πήρε στο καράβι του για τη Βρεττάνη τ' αγαπημένα τους σώματα. Κοντά σ' ένα ξωκκλήσι, δεξιά και αριστερά από το ιερό, τους έθαψε σε δυο μνήματα.

— Ω τι δυστυχία! έλεγεν ο ξενοδόχος, και εκτυπούσε τα χέρια του. Μ' επήρεν ο θυμός! Αγαπητέ μου Κλώσε, δι' όνομα θεού! μη με καταδώσης, και σου δίδω έν κοιλόν χρήματα, και σου θάπτω την νόναν σου με όλην την παράταξιν, ωσάν νη ήμην εγώ εγγονός της. Ο μικρός Κλώσος λοιπόν εκέρδισε και άλλο κοιλόν χρήματα, ο δε ξενοδόχος του έθαψε την νόναν του καθώς υπεσχέθη.

Αφού λοιπόν έθαψε τον Σευηριανόν μεγαλοπρεπώς, αναβιβάζει επί του τάφου κάποιον Αφράνιον Σίλωνα εκατόνταρχον, ανταγωνιστήν του Περικλέους, όστις τοιαύτα και τοσαύτα ρητορεύει, ώστε μα τας Χάριτας πολύ εδάκρυσα από τον γέλωτα, μάλιστα όταν ο ρήτωρ Αφράνιος εις το τέλος του λόγου, δακρύων και στενάζων με περιπάθειαν ανέφερε τα πολυτελή γεύματα, εις τα οποία είχε παρακαθήσει με τον κηδευθέντα, και τας προπόσεις, αίτινες έγιναν εις αυτά.

Την έθαψε μεγαλόπρεπα, και σαν αποκαταστάθηκε κατόπι στη Νέα Πρωτεύουσα, έφερ' εκεί και το λείψανό της. Ας ακολουθήσουμε ως τόσο τον Κωσταντίνο στο μεγάλο ταξίδι του. Σιγανό και μετρημένο ταξίδι· και σκοπός του, να διαλεχτή και να στηθή η Νέα Ρώμη, η Χριστιανική του Πρωτεύουσα. Πράμα που πήγαινε να πη για τα κείνονε, μα και για τα μας, θάνατος ή ζωή, δόξα ή όλεθρος.

Από μέρους μου όμως προτιμώ αυτήν τη θυσία παρά τέτοια γλώσσα, που σαν στρίγγλα φοβερή έφαγε ως τα τόρα, έθαψε μέσ' 'ς τα βρωμερά κουρέλια της κάθε καλλιτεχνικό και θηλυκό νου, που ηθέλησε να την λατρέψη. Γιατ' είνε γλώσσα που σου παγώνει τον ενθουσιασμό, σου πλαστογραφεί την ιδέα, σου κόβει τη δύναμι, σου αλλάζει το αίσθημα.