Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
'Σ ταγέρι κρεμασμένα Ωσάν καντήλια τ' ουρανού, αποβραδής δύο φώτα Εφάνηκαν 'ς τη σκοτεινιά... Κάνεις δεν τάχε ανάψη... Κ' ένας που επέρασε απεκεί, καλόγερος, διαβάτης, Κ' είδε το θάμμα κ' έδραμε, 'ς τη λάμψη δύο κεφάλια Ηύρε που πλάγιαζαν γλυκά... Τώνα του Παπαγιάννη Και τάλλο του Δεσπότη του. — Γονατιστός εμπρός τους Έμειν' ο γέρος κ' έκλαψε... Τους έρριξε τρισάγιο, Τα φίλησε 'ς το μέτωπο και με το δοκανίκι Έσκαψε λάκκο κ' έθαψε τ' αχώριστα τ' αδέρφια.
Μ' αυτό περνώντας 'ς τα νεφρά τον λάκτισε ο χαμένος• απ' το στρατί δεν έκλινεν, αλλ' έμειν', ο Οδυσσέας• κ' εσκέφθη αν με το ρόπαλον ορμώντας του κατόπι 235 θα τον φονεύσ', ή σηκωτά 'ς την γη θα του κτυπήση την κεφαλήν αλλά 'ς τον νουν υπόμειν', εκρατήθη. τον άλλον κατά πρόσωπον ύβρισ' ο χοιροτρόφος, κ' ευχήθη μεγαλόφωνα, σηκόνοντας τα χέρια• «Νύμφαις κρηναίαις, του Διός κόραις, αν ο Οδυσσέας 240 μεριά ποτέ σας έκαψε με πάχος τυλιγμένα αρνιών κ' ερίφων, τούτον μου τον πόθον τελειώστε• ας έλθη εκείνος, ο θεός ας τον επαναφέρη• τω όντι θα σκορπίση αυτός τα καλλωπίσματά σου, 'που τώρα μ' έπαρσι φορείς και τριγυρνάς 'ς την πόλι 245 πάντοτ', ενώ κακοί βοσκοί τα πρόβατ' αφανίζουν».
Είπε, κ' εκείνοι εφώναξαν σφικτά και την εκράξαν. και αυτή πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, 230 και τους καλούσε• αστόχαστα κατόπι επήγαν όλοι• έμειν' οπίσ' ο Ευρύλοχος, ότι εδοκήθη απάτην. και μέσ' αυτή τους οδηγεί, εις θρόνους τους καθίζει, και τους ζυμόνει μ' άλευρα τυρί και ξανθό μέλι με κρασί Πράμνειο• κ' έσμιγεν εις το φαγί βοτάνια 235 φθοροποιά, να λησμονούν καθόλου την πατρίδα. και ως το 'δωσε και το 'πιαν, τους κτύπησεν εκείνη με ραβδί 'που 'χε, κ' έκλεισεν αυτούς 'ς ταις χειρομάνδραις. κ' εκείνοι χοίρων κεφαλαίς, φωνή, και τρίχαις είχαν, και όλο το σώμ', αλλ' έμεινεν ο νους ως ήταν πρώτα. 240
Η φλούδα μοναχή της Χωρίζει, ξεδιπλόνεται, και τότε με το χέρι, Το σιωπηλό το φάντασμα που στέκει επάνωθέ του, Τη σήκωσε, την έρριξε 'ς την πλάτη του σα ράσο, Κ' έμειν' εμπρός του ακίνητο... Τριγύρω 'ς το λαιμό του Χαράκι κόκκινο βαθύ, σαν νάθελε περάση Εκείθε η κόψη του σπαθιού... — Χριστός ανέστη, Διάκε!... Έλα μαζύ μου γρήγορα μη μας προλάβ' η μέρα.
Μα ο Δάφνης έμειν' εκεί ζωσμένος γιδοτόμαρο μαλλιαρό, έχοντας κρεμάσμένο, από τους ώμους ταγάρι, που μόλις τώχαν απορράψει, κρατώντας με τόνα χέρι τυριά χλωρά και με τ' άλλο κατσικάκια βυζανιάρικα· αν καμιά φορά ο Απόλλωνας, όταν εδούλευε στο Λαομέδοντα, εβόσκησε γίδια, τέτοιος θα ήτανε, όπως εφάνηκε τότες ο Δάφνης.
Τότε και το αναίσθητ' Ίλιον, ως να αισθάνθηκε τον κτύπον, με την αναμμένην άκρην προς την βάσιν του όλο κλίνει, και τ' αυτί του Πύρρου πιάνει μ' ένα τρίξιμο θανάτου· ώστε, βλέπε! το σπαθί του, 'πού του σεβαστού Πριάμου κατεβαίνει 'ς την χιονάτην κεφαλήν, εφάνη ξάφνου πως εστάθη 'ς τον αέρα· τότε ακίνητος ο Πύρρος, ως ζωγράφισμα τυράννου, έμειν’ άπρακτος 'ς την θέσιν, ωσάν ξένος εις το πράγμα και εις την πρώτην θέλησίν του.
Μαζή του δεν είναι κι' ο αυθέντης σου; — Θα είχα μήνυμά του διά να προετοιμασθώ, αν ήρχετο απόψε. ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Αλήθεια! Ο αυθέντης μου έρχετ' εδώ κ' εκείνος, Να τρέξη γρηγορώτερα επρόκαμ' ένας δούλος και μόλις έφθασεν εδώ. Αναπνοήν δεν είχε! Μόλις του έμειν' αρκετή να 'πή το μήνυμά του. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Περιποιήσου τον καλά. Μεγάλα νέα φέρνει!
Ο νέος εδείπνησε μαζί της, κ' έμειν' εκεί μέχρι πρώτου λαλίσματος του πετεινού. Όλα τ' ανωτέρω υποδειχθέντα, τα είχε σκεφθή η γραία πολύ πρωιμώτερα και λογικώτερα ή ο Aγάλλος. Η Λ... εις τας πρώτας εξηγήσεις της Μανιάς είχεν απαντήσει πολύ ψυχρά, είπε δηλαδή ρητώς ότι αυτή ανήκεν εις τον αρραβωνιστικόν της και ποτέ δεν θα έπαιρνε άλλον, αν εκείνος την εγκατέλειπεν.
Η Αγιωσύνη του όμως είναι γέρος, είναι και λιγάκι ανείμπορος, κ' έμειν' απάνω. Ώρα να του κάμουμε βίζιτα. Είναι καλό γεροντάκι. Σύστημα δεν τόχουμε να φανερωνούμαστε κει που πηγαίνουμε, μα στην Αγιωσύνη του πρέπει, θαρρώ, να φανερωθούμε. Πρώτο, που είναι ο εθνικός μας ο πατέρας. Δεύτερο, που έχουμε κάτι να του πούμε. Μόνο που πρέπει να του μιλήσουμε &στη δική του& τη γλώσσα!
Γέλασε το πλήθος δυνατά με το πάθημα του κυρ δήμαρχου. Έπειτα έκαμε τόπο κι ανέβηκε οκνά τη σκάλα ο Γερόλυμος ο Προβατάς. Ήταν ένας γέρος νησιώτης, κοσμοπερπατημένος και πολυκάτεχος. Η τύχη τον έρριξε στο χωριό κ' έμειν' εκεί από χρόνια, σαν ξύλο παντοπλάνητο που κατακάθεται σε μιαν ακρογιαλιά ώστε να σαπίση και να διαλυθή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν