United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ρώτα το Θεό που μούδωκε τα βάρητα. Δυο αδερφάδες να παντρέψω. Με τι; Η ωμορφιά δε φτάνει σήμερις. Σαν το κρύο το νερό ήτανε . . . ΜΙΣΤΡΑΣΔεν είχες όβολα, πα να πη, κακομοίρη. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΣαν το κρύο το νερό ήτανε, που λες, εξοχώτατε. Μαραθήκανε και γίνανε σαν τη σταφίδα. Κ' εγώ μαζή τους. Η μεγάλη χτίκιασε απ' τον καϋμό της, απ' το σεκλέτι, πάει.

Ήθελε να πη δυο λόγια και της καλής του, μα πού ναποκοτήση! Τους καιρούς εκείνους η αγάπη δεν είχε μήτε λόγια, μήτε φιλιά. Το πολύ καμιά κρυφή ματιά. Αποβραδίς έγειναν αυτές οι κουβέντες. Και σαν ξημέρωσε, βλέπει ο Καραθανάσης τον Παναγή για ταξίδι. — Ώρα καλή; του κάνει. — Αυτή τη φορά θα πας μοναχός σου με τη γολέττα, του αποκρίνεται. Εγώ πηγαίνω με τον Κανάρη.

Και ύστερα; — Ύστερα πηγαίνω με το φεγγάρι. — Μα θα πας; — Θα πάω. — Ξέρεις καλά το δρόμο; — Τι θα πη;... Μπορεί να έχω χρόνια να πάω, μα τον δρόμο τον θυμούμαι... Κ' έπειτα, αν έρθη κανένας απ' τους ξωμερίταις φίλος μου... — Θα τον παρακαλέσω να με πάη ολίγο παραπάνω, είπεν ο μπάρμπα- Κωνσταντός. — Ώστε δεν ξέρεις καλά το δρόμο; — Όχι αλλά... — Φοβάσαι τα στοιχιά; εκάγχασεν ο ιερεύς.

Η δυστυχία κάνει τους ανθρώπους τύπους. Δυναμόνει, πάει να πη, την προσωπικότητά τους. Τι είναι ένας τύπος; Μια προσωπικότητα ανάγλυφη. Δεν έχω δίκιο; ΦΛΕΡΗΣΔεν τις ξέρω αυτές τις φιλοσοφίες. Εσύ έσπαζες πάντα το κεφάλι σου μ' αυτά τα πράματα. ΜΙΣΤΡΑΣΈχεις δίκιο. Τον καιρό που με είχε πιάσει εμένα η ζούρλια με τις φιλοσοφίες του Κομτ, εσύ έγραφες στίχους. Τώρα τους παράτησες.

Τα διάβαζα, διασκέδαζα, γελούσα, όταν άξαφνα είδα κάπου ένα άρθρο, που βέβαια δε γύρεβε να πη τίποτις δυσάρεστο ή να με πειράξη στην αγάπη μου για την Ελλάδα, μα που ήθελε ναποδείξη πως η δημοτική μας είναι γλώσσα της σκλαβιάς και πως πατριωτικό δεν είναι να τη γράφουμε. Αποκρίθηκα τότες, και πολύ πρόθυμα δημοσίεψαν το γράμμα μου στην «Εφημερίδα».

Έλα μοναχά μαζί μου έξω επάνω εις την στέγην!, του είχε πη η γάτα, και μάλιστα με πολύ σαφή τρόπον και καταληπτόν· διότι όταν είναι κανείς παιδί και δεν ηξεύρει ακόμη να ομιλή, όμως καταλαβαίνει πολύ καλά της κότες και της πάπιες.

Και τι άλλο μπορεί να σου πη παρά πως είναι φτάψυχο το ρωμαίικο, και σταλαματιά μοναχή να του μείνη, πάλι μεγαλώνει, και γίνεται απέραντη λίμνη, και πλημμυρίζει τον τόπο του.

Φεύγα, σκύλλε του Σατανά! απάντησε ο Βασιληάς. Ο νάνος επήρε το άλογο κ' έφυγε. Είχε πη αλήθεια: ο Βασιληάς δεν περίμενε πολύ. Εκείνη τη νύχτα, καθαρό και ωραίο, έλαμπε το φεγγάρι. Κρυμμένος στα κλαδιά, ο Βασιληάς είδε τον ανηψιό του να πηδάη τους αιχμηρούς στύλους. Ο Τριστάνος ήλθε κάτω από το πεύκο και έρριξε στο νερό τα ξύλινα κομματάκια και τα κλαράκια.

Δόξα θα πη να σε ξεύρουν όχι μόνον οι ζωντανοί αλλά και... — Οι πεθαμένοι, είπεν ο Γύφτος· πώς γίνεται αυτό; — Με συγχωράς, δεν το είπα καλά. Άλλο ήθελα να πω. Ήθελα να πω να σε ξεύρουν όχι μόνον όταν είσαι ζωντανός, αλλά και όταν θα είσαι αποθαμένος. — Α! είπεν ο Γύφτος. Κατάλαβα.

Για τους δύο αυτούς όμως άλλο δε δύνεται άνθρωπος να πη παρά θαμασμό για την αρετή τους και για την καλοθελησιά τους, που της έφεραν της Ελλάδας ό,τι μπορούσε ξένος να της δώση, κι όχι από ματαιοσύνη καθώς οι άλλοι, παρ' απ' αληθινό φιλελληνισμό. Χτίσανε χώρες, χάρισαν αυτονομίες, παραχώρησαν προνόμια, φτειάξανε βρύσες, λουτρά, δρόμους, τεχνουργεία.