United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ορμητικός, γενναίος — κ' ένα φιλότιμο ρωμαίικο, τι θες παραπάνω; Να μη με ξεπεράση κανένας, παντού να φανώ πρώτος στην τέχνη και στην επιστήμη, κάτι να είμαι, νακουστή τόνομά μου. Το κεφάλι μου καζάνι· έβραζαν ιδέες μέσα, ποια να πρωτοβγή! Και δος του βιβλία, μελέτη, γραψίματα, φωτιά. Τόσα χρόνια μάζωνα, έγραφα, διάβαζα. Και τώρα!...

Οι Έλληνες οι τωρινοίΕλλαδίτες και Τουρκομερίτες, ― βρίσκουνται στη θέση που είταν οι Ιταλοί πριν από τα 1868. Φίλε ποιητή, ΠΩΣ μπορώ να κρίνω ένα τέτοιο ποίημα; Δε θα σας πω τη γνώμη μου, μα μερικά μου συναισθήματα, σαν το διάβαζα. Πριν να μου το στείλετε σεις, το είχα πάρει και το διάβαζα ανάκατα. Ύστερα το ξαναδιάβαζα πάλι έτσι. Και τώρα το πήρα από την αρχή.

Αλλά μόνον τότε μούτυχε το βιβλίο και το διάβασα ολόκληρο. Και τόσο βρήκα τον πόνο μου στους στίχους του αποχαιρετισμού, ώστε έκλαιγα ενώ τους διάβαζα. Μούρθε μάλιστα και ιδέα να κάμω κι' εγώ ένα παρόμοιο ποίημα και να περιγράψω τα ερωτικά μου βάσανα. Αλλ' η στιχουργική μου επιχείρηση δεν πήγε πολύ μακριά. Την αφήκα γρήγωρα. Δεν αφήκα όμως και τα γράμματα.

Κι αφτό θέλει καιρό. Στο Παρίσι έχουμε να κάμουμε μάλιστα με το παραπάνω. Για τούτο και γω δεν το κατορθώνω να καταπίνω βιβλιοθήκες. Να μη νομίζη λοιπόν ο κόσμος πως φυλάω μέσα στο νου μου όσα γράφουνται στην Αθήνα. Βέβαια όχι, και το λυπούμαι, μα δεν μπορώ να ταλλάξω. Θα μου άρεζε να τα διάβαζα όλα. Δε θα πη όμως αφτό πως πρέπει κανείς όλους να τους χωνέβη και να του αρέσουν όλα.

Διάβαζα και ξαναδιάβαζα στη νιότη μου, πως τους μεγάλους σου εκείνους ηρώους, τους λαμπρούς σου τεχνίτες η δύναμη της ομορφιάς σου τους γέννησε. Τα διάβαζα, και σα Βαγγέλιο τα πίστευα. Τώρα όμως που σε διαβάζω και σένα, τέτοια θάματα δε βλέπω να φτειάνης. Αιώνες σε βυζάνει ένας Τούρκος, κι ως τόσο το αίμα του μένει το ίδιο. Η ίδια η όψη του, η πίστη, ως κ' η βλαστημιά του η ίδια.

Καλά κάμετε να μας καλέσετε. Όσο έλειπα από την Πόλη, θυμούμαι που διάβαζα συχνά στα δημοτικά μας παραμύθια για βασιλοπούλες που φορούσαν τον ουρανό με τάστρα, τη θάλασσα με τα ψάρια και τη γις με τα λουλούδια. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι είταν αφτές οι τρεις φορεσιές.

Έκαμε και το θάμα του ο Καπτάν-Μιχάλης ο καημένος, συνηθισμένος νακούη και να μη νιώθη τω δασκάλων τις φυλλάδες. Πώς τάχα ημπορούσα και του τα ξηγούσα, τόσο απλά και ταιριαστά, ακούς, που να δοκιέται όπως κουβεντιάζαμε. Είδα κ' έπαθα να τον πείσω, πως ήταν έτσι τυπωμένα στο χαρτί, όπως του τα διάβαζα, κι ακόμα να πιστέψη. Φτωχολαέ μας, πόσο σε ζημιώνουν οι δάσκαλοί σου!..

Κ' έτσι απ' αύριο κιόλας άρχισα να πηγαίνω στη «Μεγάλη Σχολή». Έπιασα με την καρδιά μου τη δουλειά, και σε λίγο πρόδεψα τόσο, που διάβαζα Πολίτικη φημερίδα και την καταλάβαινα. Θυμούμαι που παραδίνουμουν το Χρυσόστομο. Ανέβαινα κάθε βράδυ στον ηλιακό του Σιορ Φωτάκη, άμα άρχιζαν οι γυναίκες ταργόχειρο κι ο γέρος τις ζουγραφιές του και σπούδαζα.

Τόνα της συντροφιάς των παιδιών, τάλλο, της καμαρωμένης δασκαλικής μας. Τα παιδιά μού χωράτευαν ή και μού βλαστημούσανε ρωμαίικα, ο δάσκαλος με καθοδήγευε κορακίστικα. Έτσι και τα βιβλία του, σαν άρχισα και τα μισόνοιωθα. Η μακαρίτισσα με καμάρωνε σαν τα διάβαζα το βράδυ κοντά στο λυχνάρι.

Τα διάβαζα, διασκέδαζα, γελούσα, όταν άξαφνα είδα κάπου ένα άρθρο, που βέβαια δε γύρεβε να πη τίποτις δυσάρεστο ή να με πειράξη στην αγάπη μου για την Ελλάδα, μα που ήθελε ναποδείξη πως η δημοτική μας είναι γλώσσα της σκλαβιάς και πως πατριωτικό δεν είναι να τη γράφουμε. Αποκρίθηκα τότες, και πολύ πρόθυμα δημοσίεψαν το γράμμα μου στην «Εφημερίδα».