United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ αδιάφορος τα εκύταζα κ' εγελούσα, σκαστά και τρανταχτά γέλοια, βλέποντάς τα να κοπιάζουν τόσο και να λαχταρούν για τ' αρρωστημένα κρέατά μου. Κ' έπειτα, λέγει, το κεφάλι μου αργοκυλώντας, πάντα μαύρο και παρόμοιο μ' ένα ρουμοβάρελο, ευρέθηκε στο λιμάνι της Ύδρας.

Αλλά μόνον τότε μούτυχε το βιβλίο και το διάβασα ολόκληρο. Και τόσο βρήκα τον πόνο μου στους στίχους του αποχαιρετισμού, ώστε έκλαιγα ενώ τους διάβαζα. Μούρθε μάλιστα και ιδέα να κάμω κι' εγώ ένα παρόμοιο ποίημα και να περιγράψω τα ερωτικά μου βάσανα. Αλλ' η στιχουργική μου επιχείρηση δεν πήγε πολύ μακριά. Την αφήκα γρήγωρα. Δεν αφήκα όμως και τα γράμματα.

Πώς μπορούσα να σωπαίνω για όλα αυτά; Πώς μπορούσα να ξεχάσω πως όσα είχα να πω αληθινά γι' αυτό το πράμα θα 'της δίνανε δίχως άλλο τη μεγαλήτερη ευτυχία; Θέλησα να διωρθώσω μεμιάς το σφάλμα μου και γι' αυτό της θύμησα την ημέρα που είπε πως ήθελε να πιστεύη, να στοχάζεται και να ζη όπως εγώ. — Θέλω να το μάθης μια φορά, είπα. Περάσανε από τότε χρόνια. Ποτέ όμως δεν απαίτησα από σε κάτι παρόμοιο.

Θέλοντας ο Δρύαντας να τη συμμαζέψη και να τη βάλη στην προτητερινή τάξη, αφού λύγισε δεμάτι από χλωρές βέργες και τόκαμε παρόμοιο με θηλιά, εζύγωσε στο βράχο για να την πιάση εκεί.

Με τέτοιον άγριον θυμόν, εις ταις υψηλαίς θύραις έμπροσθεν, κείνοι εμάλοναν, εις το ξυστό κατώφλι. τους άκουσεν η σεβαστή δύναμι του Αντινόου, μ' όρεξι χασκογέλασε και των μνηστήρων είπε• 35 «Ω φίλοι, ως τώρα θέαμα παρόμοιο δεν εστάθη• ξεφάντωσις, οπ' ο θεός εδώ μας έχει στείλει! 'ς τα χέρια θέλουν να πιασθούν ο ξένος με τον Ίρο• κ' εμείς να τους συμπλέξουμεν, ω φίλοι, ας μην αργούμε.

Μα κάτι παρόμοιο, κάτι που μπορεί να συγκριθή με το χειμώνα αυτό, δεν το δοκίμασα ποτέ, γιατί τότε νόμιζα πως η Έλσα κιντύνευε να μου φύγη κ' η ιδέα αυτή μου είτανε φοβερότερη από καθετί, που μπορούσανε να μου κάμουν άλλοι άνθρωποι, ή από ότι είτανε δυνατό να πάθω γενικά στη ζωή.

Και πως λογόφερναν ακόμα και τρώγουνταν Εθνικοί και Χριστιανοί εκεί κάτω, το βλέπουμε από το νόμο πούβγαλε στα 426 ο Θεοδόσιος να ξολοθρευτούν οι ναοί καθώς κι απ' άλλο παρόμοιο νόμο στα 439 που καταδίωκε μυστικές τελετές και θυσίες. Η αλήθεια είναι πως ο Εθνισμός απέθανε πολύ σιγανό θάνατο, και θα τα ξαναδούμε ταχνάρια του αιώνες κατόπι. ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ο Μαρκιανός κι ο Λέοντας

ΑΛΟΝΖ. Άνθρωπος δεν επάτησε ποτέ παρόμοιο λαβύρινθο· και εις όλα τούτα είναι κάτι που η φύσις δεν επροξένησε ποτέ. Κάποιο μαντείο πρέπει να μας φωτίση. ΠΡΟΣΠ. Κύριέ μου, μη βασανίζης το πνεύμα σου με το να ερευνήσης αυτά τα παράδοξα. Έλα δω, πνεύμα, ελευθέρωσε τον Κάλιμπαν με τους συντρόφους του· λύσε τα μαγια.

Τα δάκρυά της σβύσανε τη φλόγα του κι' ο Πέτρος έγινε κρύος σαν το μάρμαρο. Η Μαρία τον έσφιξε στην αγκαλιά της και τα χείλια της σαλέψανε μ' ένα παράπονο, που δε στάθηκε παρόμοιο στη γη. Και του είπε, κυττάζοντας τα βασιλεμένα μάτια του: — Αλλοίμονο! γλυκέ μου. Πόσο μοιάζω κ' εγώ με το σκοτεινό περιπλοκάδι του κισσού, που αγκαλιάζει το κρύο το μάρμαρο.

«Κάμ' έλεος, βασίλισσα, θεά 'σαι είτε θνητή 'σαι• και αν είσαι μία των θεών, 'που κατοικούντα ουράνια, 150 εσέ προς την Αρτέμιδα, 'πού κόρ' είναι του Δία, εις την ειδή, 'ς τ' ανάστημα, 'ς την πλάσι, εγώ συγκρίνω, και αν είσαι μία των θνητών, 'που κατοικούν τον κόσμο, μακάριος ο πατέρας σου και η σεβαστή μητέρα, μακαριστοί σου κ' οι αδελφοί, 'πού πάντοτε η ψυχή τους 155 ευφραίνετ' εξ αιτίας σου, χαραίς όλη γεμάτη, τέτοιο βλαστάρι όταν θωρούν εις τον χορό να λάμπη. αλλάόλους ανάμεσα χαράτον άνδρα εκείνον, 'που, αφούτα δώρα ενίκησεν, εσέ θα πάρη νύμφη. ότι τα μάτια μου ποτέ θνητό δεν είδαν πλάσμα, 160 άνδρα ή γυναίκα, ωσάν εσέ• θαυμάζ' όσο σε βλέπω• όμοιατην Δήλο, 'ς τον βωμό τ' Απόλλωνα πλησίον, φοινικιάν είδα τρυφερή, 'που εβλάσταινε με χάρι• ότι κ' εκείθ' επέρασα, μ' άπειρη συνοδία, εις το ταξείδι 'πώμελλεν εις πάθη να με φέρη• 165 και όπως αυτήν εθαύμασα πολληώρα, όταν την είδα, ότι φυτόν από την γη παρόμοιο δεν εβγήκε, όμοια σε θαύμασα, ω γυνή, θαμπώθηκα, όλος τρέμω να σου εγγίξω τα γόνατα• και μ' ηύρε μέγα πάθος. χθες την ημέραν εικοστή βγήκ' απ' το μαύρο κύμα, 170 και ως τότ' εθαλασσόδερνα με τους σφοδρούς ανέμους, απ' το νησί της Ωγυγιάς• κ' εδώ μ' έρριξ' η μοίρα τώρα, να πάθω άλλα κακά κ' εδώ, τι δεν πιστεύω να παύση ακόμη, αλλ' οι θεοί πολλ' άλλα μου ετοιμάζουν. βασίλισσ', ελεήσου με, ότ' ύστερ' από μύρια 175 πάθη σέ πρώτην απαντώ• ότι άνθρωπον κανέναν, απ' όσους έχει τούτ' η γη και η χώρα δεν γνωρίζω• την πόλι δείξε μου και δος, να σκεπασθώ, ένα ράκι, αν κάποιο τύλιγμ' έφερες εδώ των ενδυμάτων. κ' εσέ να δώσουν οι θεοί τα όσα η ψυχή σου θέλει• 180 άνδρα και σπίτι κ' εύμορφην ομόνοια να χαρίσουν• ότι δεν είναι εις την ζωή λαμπρότερη ευτυχία, παρ' αν το σπίτι κυβερνούν με μια και μόνη γνώμη ο άνδρας με την σύντροφο• λύπη για τους εχθρούς των, χαρά των φίλων και τ' ακούν μάλιστα εκείνοι πρώτοι». 185