United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είς δε των ιερέων πολύ γέρων, είπε τότε· Ω Σόλων, Σό- λων, οι Έλληνες είσθε πάντοτε παίδες και Έλλην γέρων δεν υπάρχει. Ακούσας ταύτα ο Σόλων, πώς είπε, πώς εννοείς τούτο; Είσθε νέοι, απεκρίθη, όλοι κατά τας ψυχάς. Διότι δεν έχετε εις αυτάς εξ αρχαίας παραδόσεως καμμίαν παλαιάν γνώμην και καμ- μίαν γνώσιν, ήτις να έχη γίνη με τον χρόνον παλιά.

ΧΟΡΟΣ Σωπαίνω κι ό, τι ν’ το γραφτό μ’ όλους ας πάθω. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Αντίς εκείν’ αυτό σου προτιμώ το λόγο, κι ακόμα επίσης απ’ τ’ αγάλματα τραβήξου και κάμ’ αυτό που σου ζητώ° κ’ έτσι κατόπι θεάρεστον άγιο ολολυγμό να παιανίσης, ελληνική συνήθεια θυσίας ύμνο, θάρρος στους φίλους, βγάζοντας εχθρών το φόβο.

ΑΜΛΕΤΟΣ Τούτ' είν' η ώρα της νυκτός 'πού η στρίγλαις βγαίνουν, 'πού οι τάφοι χάσκουν, οπού η Κόλασις κ' εκείνη το μίασμά της εις τον κόσμον τούτον στέλνει· τώρα κ' αίμα ζεστό μπορούσα να ρουφήσω, κ' έργα τόσο σκληρά να κάμ' ώστε να φρίξη της ημέρας το φως.

Εκείνοι επεδοκίμασαν την απάντησιν, ην είχε δώσει ο γέρο- Απίκραντος. — Ό,τ' κάμ' ς, μπαρμπα-Γιώργη, καλά καμωμένα, είπε και ο Κώστας ο Άγγουρος. Όσον διά τον γερο-Λευθέρην τον Κουσερήν, ούτος δεν έπαυσε να τραγουδή τα παλαιά μερακλήδικα τραγούδια του. Ιδού εν ολίγοις περί τίνος επρόκειτο.

ΚΡΕΟΥΣΑ Αχ! τι να κάμω; σύγχυσι μας φέρν' η δυστυχία. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Νά, εκδικήσου το θεό που σ' έχει αδικημένη. ΚΡΕΟΥΣΑ Πώς θα νικήσω εγώ, θνητή, τον δυνατώτερό μου; Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Τα ιερά χρηστήρια να κάψης του Λοξία. ΚΡΕΟΥΣΑ Φοβάμαι• γιατί βάσανα ετράβηξα ως τώρα. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Έ, καμ' εκείνο που μπορείς• και σκότωσε τον άνδρα. ΚΡΕΟΥΣΑ Τον σέβομαι, απ' τον καιρό που ήταν καλός για μένα.

«Κάμ' έλεος, βασίλισσα, θεά 'σαι είτε θνητή 'σαι• και αν είσαι μία των θεών, 'που κατοικούντα ουράνια, 150 εσέ προς την Αρτέμιδα, 'πού κόρ' είναι του Δία, εις την ειδή, 'ς τ' ανάστημα, 'ς την πλάσι, εγώ συγκρίνω, και αν είσαι μία των θνητών, 'που κατοικούν τον κόσμο, μακάριος ο πατέρας σου και η σεβαστή μητέρα, μακαριστοί σου κ' οι αδελφοί, 'πού πάντοτε η ψυχή τους 155 ευφραίνετ' εξ αιτίας σου, χαραίς όλη γεμάτη, τέτοιο βλαστάρι όταν θωρούν εις τον χορό να λάμπη. αλλάόλους ανάμεσα χαράτον άνδρα εκείνον, 'που, αφούτα δώρα ενίκησεν, εσέ θα πάρη νύμφη. ότι τα μάτια μου ποτέ θνητό δεν είδαν πλάσμα, 160 άνδρα ή γυναίκα, ωσάν εσέ• θαυμάζ' όσο σε βλέπω• όμοιατην Δήλο, 'ς τον βωμό τ' Απόλλωνα πλησίον, φοινικιάν είδα τρυφερή, 'που εβλάσταινε με χάρι• ότι κ' εκείθ' επέρασα, μ' άπειρη συνοδία, εις το ταξείδι 'πώμελλεν εις πάθη να με φέρη• 165 και όπως αυτήν εθαύμασα πολληώρα, όταν την είδα, ότι φυτόν από την γη παρόμοιο δεν εβγήκε, όμοια σε θαύμασα, ω γυνή, θαμπώθηκα, όλος τρέμω να σου εγγίξω τα γόνατα• και μ' ηύρε μέγα πάθος. χθες την ημέραν εικοστή βγήκ' απ' το μαύρο κύμα, 170 και ως τότ' εθαλασσόδερνα με τους σφοδρούς ανέμους, απ' το νησί της Ωγυγιάς• κ' εδώ μ' έρριξ' η μοίρα τώρα, να πάθω άλλα κακά κ' εδώ, τι δεν πιστεύω να παύση ακόμη, αλλ' οι θεοί πολλ' άλλα μου ετοιμάζουν. βασίλισσ', ελεήσου με, ότ' ύστερ' από μύρια 175 πάθη σέ πρώτην απαντώ• ότι άνθρωπον κανέναν, απ' όσους έχει τούτ' η γη και η χώρα δεν γνωρίζω• την πόλι δείξε μου και δος, να σκεπασθώ, ένα ράκι, αν κάποιο τύλιγμ' έφερες εδώ των ενδυμάτων. κ' εσέ να δώσουν οι θεοί τα όσα η ψυχή σου θέλει• 180 άνδρα και σπίτι κ' εύμορφην ομόνοια να χαρίσουν• ότι δεν είναι εις την ζωή λαμπρότερη ευτυχία, παρ' αν το σπίτι κυβερνούν με μια και μόνη γνώμη ο άνδρας με την σύντροφο• λύπη για τους εχθρούς των, χαρά των φίλων και τ' ακούν μάλιστα εκείνοι πρώτοι». 185

ΤΡΙΝΚ. Τούτος είναι ο σκοπός του τραγουδιού μας, και τον παίζει η εικόνα του Κανενού. ΣΤΕΦΑΝ. Αν είσαι άνθρωπος, φανερώσου στη μορφή σου· αν είσαι δαίμονας, κάμ' όπως θέλεις. ΤΡΙΝΚ. Ω! Έλεος για τον αμαρτωλό! ΣΤΕΦΑΝ. Όποιος πεθαίνει πλερώνει κάθε του χρέος. Δεν σε ψηφάω. — Ω Θε μου, βόηβα. ΚΑΛΙΜΠ. Φοβάσαι; ΣΤΕΦΑΝ. Όχι, τέρας, εγώ δεν φοβούμαι. ΚΑΛΙΜΠ. Μη φοβάσαι.

ΑΣΤ. Φιναλμέντε απέ ούλαις ετούτες τζη εζάμινες δεν έβγαλα τίποτεκανένας ως τα τώρα δε μπόρεσε να με περσουαδάρη αν ήτανε κάζο πενσάτο, μα τώρα πρέπει να κάμω και τζη άλλαις μου τζη εζάμινες, κι' ότι διάολο βγάλω, και ξανίξω να τόνε ραπορτάρω σ' τη Διοίκησι, κ' ας κάμ' ό,τι θέλει· το ραπόρτο μου πως θα γένει ρεδίκολο το ξέρω, κ' είμαι περσουάζος θ' άναι γιομάτο κογιοναρίαις, και καμμιά σεργιέτα οφφιτζιάλε δε θ' άχι μέσα.

Καταραμένο το νερό που τωδινες, παιδί μου, Κάθε βραδειά! ... Τα στήθηα του αντί να του δροσίζη, Του τάκαιγε κατόκαρδα, κ' ήταν η φλόγα ... αγάπη! Είνε της μάγισσας παιδί, κ' είν' ακουστός ο Ήλιος, Που τόπον απερπάτητο τη μέρα δεν αφίνει... Όπου αν κρυφτής θε να σε βρη...Θε μου! νεράιδα κάμ' την, Νάχη τη μέρα 'ςτά νεράκατάβαθα παλάτια. Κι' όταν αυτός θα χάνεται, να βγαίνη αυτή 'ςτήν Πλάση!...

αυτήν να επιστρέψω; Να 'μου ειπής καλλίτερα ο σκλάβος και το κτήνος αυτού εδώ του δούλου της του μισητού να γίνω! ΓΟΝΕΡ. Κάμ' όπως θέλεις. ΛΗΡ Κόρη μου, μη με αποτρελλαίνεις. Εγώ, παιδί μου, πείραξιν δεν θέλω να σου δώσω! Ώρα καλή! Άλλην φοράν δεν θα ανταμωθούμεν ούτε ποτέ θα ξαναδεί ο ένας μας τον άλλον.