United States or Kuwait ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καταραμένο το νερό που τωδινες, παιδί μου, Κάθε βραδειά! ... Τα στήθηα του αντί να του δροσίζη, Του τάκαιγε κατόκαρδα, κ' ήταν η φλόγα ... αγάπη! Είνε της μάγισσας παιδί, κ' είν' ακουστός ο Ήλιος, Που τόπον απερπάτητο τη μέρα δεν αφίνει... Όπου αν κρυφτής θε να σε βρη...Θε μου! νεράιδα κάμ' την, Νάχη τη μέρα 'ςτά νεράκατάβαθα παλάτια. Κι' όταν αυτός θα χάνεται, να βγαίνη αυτή 'ςτήν Πλάση!...

Από την ώρα που χωρίστηκε από την Ασήμω ο Πανάγος, άρχιζε η γνωστική η μεριά και δούλευε, όλο δούλευε μες στα κατάβαθα του λογισμού του. Σαράκι τον έτρωγε· και τι σαράκι; τρυπάνι και τον διαπερνούσε το νου του. Ησυχία δεν του άφινε η γνώση.

Ο παπάς ρούφηξε την τσιγάρα του, μια τσιγάρα χοντρή σαν το μεγάλο του δάχτυλο, έπαιξε το κομπολόγι του μια και δυο φορές στη φούχτα του και της είπε, χαμογελώντας: — Ακόμα δεν την έβγαλες, ευλογημένη, αυτή την ιδέα από το μυαλό σου; Ακόμα τη συλλογίζεσαι την παντρειά; Μπα! που νάχης την ευχή του Θεού. Η Ταρσίτσα πειράχτηκε ως τα κατάβαθα της καρδιάς της.

Τότε ο Πρασσάτος άξαφνα οχ το πλευρό τους βγαίνει, Στον Ψωμοφάγο ρίχνοντας, μον δεν τον πιτυχαίνει· Τι ο Βασιλιάς επρόφτακε, και τ' άρμα οπίσω αμπόχνει 545 Κρυμμένος στην ασπίδα του· και το κακό αποδιόχνει· Σε τούτο ο Φουσκομάγουλος απέκει σκαπετάει· Στης λίμνης τα κατάβαθα γλυτρόνοντας πηδάει·

Και το χαριτωμένο κεφαλάκι της, γέμιζε από τόσους μεθυστικούς λογισμούς, κι έπλεε όλη σ' ένα πέλαγο επιθυμιάς και δίψας μπροστά σ' αυτό το ζωντανό όνειρό της, που τόσα χρόνια το πόθησε και το ζωγράφισε κατάβαθα στο νου της, η παιδική της φαντασία.

Έτσι από δάφτους τώρα εδώ ρουθούνι μη γλυτώσει απ' τ' Άδη τα κατάβαθα κι' απ' τα δικά μας χέρια, μηδ' όπιο ακόμα ασερνικό μες σε κοιλιά 'ναι μάννας, ας μη γλυτώσει μήτε αφτό, μον άφαντοι απ' την Τροία όλοι ας χαθούνε σύγκληροι χωρίς θαφή και κλάμα60 Μ' αφτά τα λόγια τ' αδερφού τού γύρισε τη γνώμη, σαν που του μίλησε σωστά.

Γιατί είναι η αθάνατη αγκάλη, που η Ελλάδα μας, η μητέρα του παληού καλού καιρού εφύλαξεν εις τα κατάβαθα της γης, για ν' αγκαλιάση σήμερα τα νέα παιδιά της, δυναμωμένα και γερά και να τα στεφανώση ήρωας.... Δ η μ ο σ ι ο γ ρ ά φ ο ς θαυμάσια ιδέα!

Εγώ που άλλοτε έλεγα σόποιο με ρωτούσε ποιαν αγαπώ και ποια θα πάρω, τώρα ήθελα να κρύβω την αγάπη μου στα κατάβαθα της καρδιάς μου. — Σε κιαμμιά, είπα απότομα. Θες να τση το πω; Μιλιά εγώ. Αλλ' όταν ο αγωγιάτης δευτέρωσε την ερώτηση του, δεν κρατήθηκα κείπα όχι μένο ζωηρό ανασήκωμα του κεφαλιού. Ο Δρακογιώργης γέλασε.

Και τέτοια είναι η μισή γλώσσα. Πολύ ωραία, πολύ κατάβαθα ψυχολόγησαν το Ρωμιό, και γεια τους, όσοι πήγαν και μας ανακάλυψαν το λαμπρό το σύστημα της ανακατωσούρας. Δε μου λέτε, σας παρακαλώ, το ανακάτεμα με τι τρόπο θα γίνη; Πόση δημοτική θα βάζουμε και πόση καθαρέβουσα; Κανένας, εννοείται, από τους λεγάμενους δε θα ορίση το ποσό, μήτε σκοπέβει να το ορίση. Δεν είναι δουλειά του, θα σας πη.

Κι' η χινοπωριάτικη βραδιά, γλυκειά και δροσερή, ύστερα από τη βροχή του δειλινού, σκορπούσε στο άγριο εκείνο στένωμα των βράχων με τα σκίνα και τ' αγριοπουρνάρια, που στα πλευρά τους υψόνουνταν σαν τεράστιοι, χοντροκαμωμένοι πύργοι, τ' αμέτρητα κελιά του μοναστηριού, κ' η σκαμμένη κατάβαθα στη σπηλιά τους παλιά Μονή, με τη θαυματουργό εικόνα της, όλη τη θρησκευτική εκείνη γλύκα της μοναξιάς, της ησυχίας, της προσευχής και των ονείρων, που τον πιστόν τον φέρνει στενώτερα στην έννοια του Θεού, και τον άπιστο τον συγκεντρώνει περισσότερο στον εαυτό του.