United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένα από τα πρώτα πρώτα έργα της Πουλχερίας, ίσως το πιο όμορφο, αγκαλά όχι δα και με τόση εθνική σημασία όση του δόθηκε, είταν ο γάμος του αδερφού της με καθάρια Ελληνίδα, την πρώτη που ανέβηκε στο Βυζαντινό το θρόνο . Δίχως μεγάλη εθνική σημασία είπαμε, επειδή κ' έτσι κι αλλιώς την έπαιρνε αγάλι αγάλι την εθνική χρωματιά μας κ' η πρωτεύουσα κι όλο το κράτος.

Αφίνω ακόμα διάτα και τόνε βάνω σε όρκο φρικτό εις το όνομα του Θεού, του Χριστού, της Παρθένος, εις τα κόκκαλα των γονηών μας και του αδερφού μας Φιλόθεου, και εξορκίζω τον αδερφό μας Γηώργη, το σταυρό το μαλαματένιο να μην τόνε πειράξη· να τον απιθώση σε μια εκκλησιά να λειτουργιέται και να κάμη κολάγι και τόνε στείλη στην πατρίδα μας του Παπαθανάση να τον απίθώση στην εκκλησιά μας, γιατί άνθρωποι είμαστε και πέφτομε σε λάθο· αυτός ο σταυρός είναι του μακαρίτου αδερφού μας Φιλόθεου και νάχης την ευχή του, Γηώργη μου, να τον φυλάξης.

Τόσο γκαρδιακά την είχε παρμένη την τύχη του αδερφού του στα χέρια του, από τότες που του προξένεψε τη Βασιλική για γυναίκα, και τους νοιαζότανε και τους δυο σαν παιδιά του, να μη βρέξη και να μη στάξη, χήρος όντας αυτός και δίχως παιδί. Θάμα μα την αλήθεια που δεν του ήρθε και ξαφνικό. Όλα τα δαιμόνια της υποψίας ξυπνήσανε μέσα στον ταραγμένο του νου και τούσφαζαν άντερα, συκώτια, καρδιές.

Και συ με τ' αδερφού μου τα γρόσια, που έχασε την υγειά του για να τ' αποχτήση, θέλεις ν' ανοίξης μεγάλο μαγαζί: . . . Πού είνε τα καζάντια σου, εσένα; Ο γέρο Στεφανής, όστις εισήλθε την στιγμήν εκείνην, επιστρέφων εκ της αγοράς, όπου είχε περάσει από το καπηλείον του Γιάννη του Βλάχου, ενθυμήθη την παροιμίαν·

Πήγε να τα χάση ο Τύφος από τη χαρά του σα διορίστηκε πια κι αυτός Έπαρχος του Πραιτωρίου αντίς τον Αυρηλιανό, και τόσο φούσκωσαν τα πανιά του, που ζήτησε από το Γαϊνά το κεφάλι του αδερφού του. Φαίνεται όμως πως έκαμε τρόπο ο Χρυσόστομος και μποδίστηκε αυτό το κακούργημα.

Αυτός, που τον τρόμαζε Τούρκος σαν τάβαζε μαζί του, τώρα με του αδερφού του τη φοβέρα λαφιάστηκε, τάχασε, και με σπαραχτική αγωνία απορούσε ποιος να θυσιαστή, αυτός κ' η γυναίκα του, ή ο ακριβός του ο Πανάγος, το γνωστικό του αγώρι, που ως τα προχτές ακόμα σα γονιός το νοιαζότανε να μην πέση σε μιας μαζώχτρας νύχια, και κείνος τον άκουγε, κι ως τόσο πού να το φαντάζεται τώρα

Δε μπορώ να σας στείλω αλλού παρά στην Κάτω Νορμανδία, είπε ο σακαράκας. Αμέσως λέγει να του βγάλουνε τα σίδερα, λέγει πως έκανε λάθος, διώχνει τους ανθρώπους του κι' οδηγεί στη Διέππη τον Αγαθούλη και το Μαρτίνο και τους αφήνει στα χέρια του αδερφού του. Υπήρχε στο λιμάνι ένα μικρό καΐκι ολλανδικό.

Είνε και τούτος σεβαστός όπως είνε και τα λιθάρια σου». Τίποτα εκείνος· δεν έβλεπε τα δάκρυα της μάννας του, δεν άκουε τα λόγια τ' αδερφού του παρά κύτταζε κατάματα τους σοφούς. Εκείνοι στέκονταν αμίλητοι παρέκει και του έγνεφαν : χάλα! Και σαν είδε πως κανένας από τους αργάτες δε σήκωνε χέρι, άρπαξε το τσεκούρι και ρίχτηκε λυσσασμένος στον πλάτανο. Γκαπ! γκοπ! γκουπ! το τσεκούρι.

Βρέθηκε ο Μανώλης, ο πιστός ο δουλευτής του Δημήτρη, του αψή, του πεισματάρη κι ανάποδου, του χολερικού αδερφού του Μιχάλη.

Πάη σ' άλλη, και σ' άλλη, και σ' άλλη, αλλά σε καμμιά δεν απάντησε την αχτιδόλαμπρη μορφή του αδερφού του! Στην τελευταία εκκλησιά ηύρε τον Επιτάφιο έτοιμο να βγη. Ο κόσμος όλος, που τον ακολουθούσαν είχαν από ένα κερί στο χέρι τους. Αγόρασε κι' ο Γιάννης ένα κερί κι' ακολούθησε τον Επιτάφιο. Ύστερα από λίγη ώρα, όλοι οι Επιτάφιοι των εκκλησιών της πολιτείας σμίχτηκαν στα πρόθυρα του νεκροταφείου.