United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτανε καιρός τώρα που τα πουλιά είχανε πάρει για το βασιλόπουλο ανθρωπινή λαλίτσα και του μιλούσανε λόγια γλυκά και μπιστεμένα. Καθώς περνούσε ο κυνηγός μέσα στα σύθαμπα του λόγγου, γυρεύονταςκάτι γυρεύοντας με τα μάτια ολόγυρα — , ένας πετροκότσυφας, πούχε χωθή μέσα στα κλαριά, φεύγοντας την άψη του ήλιου, του σφύριξε στ' αυτίΠάρε την πλαγιά του βουνού και κατέβα στη ρεματιά.

Κι απάνω στην άψη τους πηγαίνουν και γκρεμίζουν τους αδριάντες του Βασιλέα, καθώς και της Βασίλισσας της Φλασσίλας και τω δυο Βασιλόπουλων Αρκαδίου κι Ονωρίου, τους κομματιάζουν, και σέρνουν τα κομμάτια στους δρόμους. Γλήγορα καταπονέθηκαν όμως. Και σε τέτοια περίσταση έπρεπε φυσικά ο Θεοδόσιος να πη των ανθρώπων του να βρουν τους φταιξιάρηδες και να τους παιδέψη.

Στο καλό, Μαχώ, στο καλό, παιδί μου. Σε βλόγησα και σε πάντρεψα. Νυφούλα με τάσπρα σε προβόδησα, Μαχώ, με τον γαμπρό τον καβαλλάρη. Στο καλό, Μαχώ, και στην καλή την ώρα. Αυτό καρτερούσανε να δούνε τα μάτια μου... Ένα ποτάμι δάκρυα χύθηκε ξαφνικά απ' τα μάτια του, σαν μπόρα που ξεσπάει μέσ' στην άψη της κουφόβρασης. — Στο καλό, Μαχώ μου. Σε βλόγησα και σε πάντρεψα.

Βρέθηκε ο Μανώλης, ο πιστός ο δουλευτής του Δημήτρη, του αψή, του πεισματάρη κι ανάποδου, του χολερικού αδερφού του Μιχάλη.

Και κανένας πια δε χώρισε τον βασιλέα απ' τη βασίλισσα.... Αυτή είναι η θλιβερή η ιστορία της βοσκοπούλας με τα μαργαριτάρια, που μοιάζει σαν παραμύθι και παραμύθι δεν είναι. Ξαπλωμένος στον ήσκιο μιας καρυδιάς, μέσα στην άψη του Θεριστή, την άκουσα βαθιά στο κατάχνιασμά μου. Η φωνή που μου την ανιστόρησε ήτανε γλυκεία, μακρυνή και σβυσμένη.