United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το βασιλόπουλο αναστέναξε. — Κακά δένδρα είναι, είπε μέσα του, και γελούνε με τον πόνο μου. Εγώ θα καθήσω να ξεψυχήσω εδώ, κάτω απ’ το σιδερένιο πύργο. — Μήνες θα κάτσης γονατιστός, ξαναείπε το κυπαρίσσι, ως που να γεμίσης το σταμνί σου. Και σαν το γεμίσης θα ξεκινήσης πάλι, με της νύκτας το δρόμο, θα πάρης πάλι βουνά και λόγγους και θα γυρίσης πίσω.

Σα να μας άκουγες κι απ' έξω, χαριτωμένο μου Βασιλόπουλο, γιατί βλέπω και χαμογελάς καθώς μπαίνεις. Το ξέρω πως τάμαθες όλ' αυτά που λέγαμε από τους δασκάλους. Μα τώρα δεν είναι ξερά μαθήματα. Είναι ζωντανά παραμύθια τώρα.

Δεν το ξέρεις πως θάχουμε παράσταση απόψε; Το τραπέζι θα είναι, να πούμε, σα βήμα. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΔε μας λες λοιπόν πως θα βγάλη λόγο; ΥΠΗΡΕΤΗΣΤι να σου πω; Ξέρω κ' εγώ; Λόγο, παράσταση, αυτή το ξέρει. Όμως άκουσα να λένε, πως θα κάνη την Οφέλια, μια που τρελλάθηκε λέει για ένα τρελλό βασιλόπουλο. Έλα, δώσε μου τώρα ένα χέρι να βάλουμε το τραπέζι στη μέση. Την κακομοίρα!

Δεν θέλω τίποτα· δεν πιάνω τίποτα. Κακότροπη Γοργόνα στέκεται δίπλα σου. Βασίλειο δεν ορίζεις· λαό δεν κυβερνάς. Ή τη Γοργόνα διώχνω ή εγώ χάνομαι. Και παίρνει μια μπρατσέρα με κόκκινο πανί, καλά την αρματώνει, βγαίνει στο πέλαγο. Δεν έχει χάρι μόνον την παληκαριά μα σμίγει και τη γνώσι το βασιλόπουλο.

Την περασμένη δόξα της, τα χρόνια τα παληά της Θυμάμενη αναστέναζε κ' έτρωγε την καρδιά της, Έλαμπεν όμως κάποτετα ροδαλά της χείλη Κάνα γλυκό χαμόγελο, κι' άστραφτε καμμιά ελπίδα Χρυσήτα μαύρα μάτια της, κ' έλεγε με το νου της: — Κάποιο ποτέ θα να βρεθήτο δρόμο ν' απαντήσω Ώμορφο βασιλόπουλο ταίρι του να με κάμη. Κ' ανέβαινε κ' εδιάβαινεν ερμιαίς και παρακλάδια.

Και τα πήρε ένα παράπονο, γιατί τώρα μετανοούσαν που το μαρτύρησαν στον βασιλιά. Τότε το κυπαρρίσι ρώτησε ένα συννεφάκι κόκκινο που περνούσε δίπλα του: — Μην είδες το βασιλόπουλο; Και το συννεφάκι του αποκρίθηκε: — Το είδα που περνούσε ένα άγριο ποτάμι. Και τα νερά του ποταμιύυ γινήκανε πιο κόκκινα από μένα. Και σαν επέρασε το ποτάμι, πήρε πάλι τα βράχια και τα γκρεμνά.

Τον ξέρανε τα χιόνια στις απάτητες κορφές, τα δέντρα τα χιλιόχρονα τον χαιρετούσανε, ταηδόνια μες στις ρεματιές τον προβοδίζανε και στακρογιάλια τασημένια τα κυματάκια του φιλούσανε τα πόδια του. Τόμορφο το βασιλόπουλο ήτανε αληθινός βασιλιάς στο βασίλειό του.

Καιρό να χάνουμε δεν έχουμε. Γυρίζει ο Παπάς και τονε βλέπει το γέρο ξερός. — Πάντρευέ τους, σου λέω, Παπά μου, και γλήγορα γλήγορα. Βάζει λοιπόν το πετραχήλι του ο Παπάς, και τους στεφανώνει. Από κείνη την ώρα άρχισε και καλλιτέρευε ο σακατεμένος ο Παναγής. Βασιλιά μου και Βασιλόπουλο, άλλο ένα κεφάλαιο, και τελειώνουμε. Έξη μήνες έκαμε ο Παναγής να πάρη απάνω του.

Δεν είχεν ακόμη τελειώσει τούτα τα λόγια, και το βασιλόπουλο με την βασιλοπούλαν εισέβηκαν, και επαρουσιάσθηκαν εις τον Ρουσκάδ, ο οποίος έμεινε πολλά ευχαριστημένος τόσον διά την αγαπημένην του γυναίκα, όσον και διά τα παιδιά του· και ήτον τόσον μεγάλη η χαρά του και η αγαλλίασίς του, που κάθε άνδρας και πατέρας ημπορεί να το καταλάβη.

Ο δε βασιλεύς όλος γεμάτος από χαράν διά την καλήν ελπίδα, επήρε τον Δερβύσην και τον έφερεν εις τον υιόν του, του οποίου ευθύς που του εδιάβασε μίαν προσευχήν, το βασιλόπουλο άρχισε να μιλή και να σηκώνεται από το κρεβάτι γερό, ωσάν να μη είχε ποτέ τίποτε.