Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Τι ήταν εκείνοι μπροστά στους Μορφόπουλους τον καιρό που έκαμε καταδώθε ο παππούς σου; Καν τίποτα· τ' όνομά τους καλά — καλά δεν ήξεραν. Πήρε ο παππούς τη γη τους με το φύσημα. Τώρα με ξένη βοήθεια πήρανε πάλε το δικό τους· και ριχτήκανε στη δουλειά με τα μούτρα. Να· αυτός ο Θεομίσητος κύτταξε αφέντη πως δουλεύει. Περβόλι τόκαμε το μετόχι του.
— Τίποτα· θέλησα να το κάμω να λουφάξη, να μην κλαίη, απήντησεν. Η γραία μάμμη έκυψε προς την κούνιαν. — Πηγαίνω τώρα, έφεξε, είπεν η Φραγκογιαννού . . . Δώσε της λεχώνας το γιατρικό που έβρασα να το πιη! Και πάραυτα εξήλθεν. Έτρεξε με βήμα δρομαίον ν' απομακρυνθή τάχιστα. Επήρε τον επάνω δρόμον, κατά το δάσος, διά να μη περάση από την αντικρυνήν ράχιν όπου ήτον η στάνη.
Εβιαζόταν να μάθη και τη δική του μοίρα, ν' ακούση του συρμάτου τη φωνή, αν θα λαλήση κλάγγασμα χαράς ή νεκροσήμασμα; Αλύπητα έσπρωξε τον κόσμο ζερβόδεξα, ανέβηκε δυο — δυο τα σκαλιά, έφτασε με κόπο εμπρός στη θυρίδα κ' ερώτησε με ολότρεμη φωνή: — Για τον Αρχάγγελο... το μπάρκο... μην ακούσατε τίποτα ; — Τίποτα· του άπαντα ξερά ο τηλεγραφητής.
— Τίποτα για σας, τίποτα· είπε ο Δημητράκης ησυχάζοντάς τον. Το κακό είνε για μας· για μας και το έχει μας. Θυμάσαι τον Πέτρο το θεομίσητο; — Τον ψυχογιό μας; είπε με περιφρονητικό μορφασμό ο Αριστόδημος. — Όχι τον ψυχογιό μας· τον ψυχογιό του πατέρα μας να λες. — Το ίδιο κάνει. — Με συμπαθάς· έχει μεγάλη διαφορά· τον έλεγαν τότε Πέτρο του Μορφόπουλου και το καμάρωνε. Μα τώρα δε θέλει να μας ξέρη.
Εφάνηκε να τρεμουλιάζη από την κορφή ως τα νύχια. Δισταγμός κάποιος εμπήκε στην ψυχή του· κρύος φόβος επάγωσε τον νου του κ' εσταμάτησε. Εδοκίμασε πάλι να κινηθή, εταλαντεύθηκεν, έκαμε δυο κλωθογυρίσματα στον τόπο του κ' εστάθηκε πάλιν ακίνητος, σμίγοντας τη θάλασσα με τον ουρανό πύργος γυάλινος. — Δεν κάναμε τίποτα· είπε πικραμένος ο καπετάνιος στον ναύκληρο. — Τίποτα· το βλέπω κ' εγώ.
Την ίδια στιγμή φάνηκε μακρυά κι ο Αριστόδημος. Ερχόταν αργά με το κεφάλι κάτω, αναμαλλιάρης κι αχνός σα να γύριζε από κηδεία. — Έσπασε η μύτη σας αφεντικό; τον ερώτησε με σεβασμό ένας βλέποντας τα αίματα. — Μπα, δεν είνε τίποτα· αποκρίθηκε με φανερή μετριοφροσύνη εκείνος σφουγγώντας τη μύτη του σαν νάκρυβε τα παράσημά του. Να, εκειός ο Περαχώρας, δεν ξέρεις τι αδέξιος καβαλλάρης που είνε!
— Βρε Γιώργη; Τ' είνε τούτο το κακό; του είπε ο Μητσος, σκύβοντας στο πρόσωπό του με ψυχοπόνια. — Γραφτό μου ήτανε! είπε ο Γιώργης. — Έννοια σου, δεν έχεις τίποτα· κουράγιο! του ξαναείπε. — Το βλέπω κ' εγώ. Θα με πήρε ξυστά! Δεν πονάω... Ο Μήτσος τον έψαξε στο στήθος. Δε φαινότανε τίποτε απ' έξω. Σταλιά αίμα δεν είχε χυθή.
— Τίποτα· είπε ο Χαγάνος με σοβαρή χερονομία· πήγαινε γρήγορα για να μη μ' ιδής άξαφνα μέσα στο δικό σου. Και του γύρισε τις πλάτες. Εκείνος κατάλαβε. Όταν ο αφέντης θυμώνη, ο δούλος σκύβει και προσκυνά. Το είχε προπατορικό του αξίωμα. Έβγαλε βαθύ στεναγμό, σύρθηκε ως την πόρτα, σήκωσε το παραπέτασμα κ' έφυγε. Μα η ανησυχία δεν άφινε ακόμα τον αφέντη.
Δεν θέλω τίποτα· δεν πιάνω τίποτα. Κακότροπη Γοργόνα στέκεται δίπλα σου. Βασίλειο δεν ορίζεις· λαό δεν κυβερνάς. Ή τη Γοργόνα διώχνω ή εγώ χάνομαι. Και παίρνει μια μπρατσέρα με κόκκινο πανί, καλά την αρματώνει, βγαίνει στο πέλαγο. Δεν έχει χάρι μόνον την παληκαριά μα σμίγει και τη γνώσι το βασιλόπουλο.
Είμαι θυμώδης όσο παίρνει και η ηθική δεν μπορεί να μου κάνη τίποτα· θέλω να θυμώνω μέχρι τρέλλας όταν μου έρχεται όρεξι να θυμώσω. Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Μήπως θέλετε να μάθετε την φυσικήν; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τι λέει αυτή η φυσική;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν