Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Έπεσε στα γόνατα, άρχισε να φιλή και να λούζη με δάκρυα τα πόδια της, να βγάνη ένα ένα τ' αγκάθια. Σε κάθε στεναγμό της γριάς τρόμαζε κ' ήταν έτοιμη να λιγοθυμήση. — Κρυώνω, κόρη μου· είπε σιγά η κυρά Πανώρια, μαζώνοντας τις πλάτες της. — Δεν πέφτεις, Κυρά μου, στο κρεββάτι; είπε η Ελπίδα φοβισμένη και παρακαλεστική. Δε θα ήταν άσκημα να πέσης λίγο να ζεστοκοπηθής. Εκείνη θέλησε ν' αρνηθή.
Πάει, φαίνεται, να χτυπήση το σήμαντρο του Σπερνού. Ας ξεκινήσουμε παρακάτω, μ' έναν κρυφό στεναγμό που δεν έχουμε κι άλλους τέτοιους τρελλούς παπάδες. Παρατήρησε ένα πράμα· που κανένας εδώ δεν κοιμάται. Όλoι σαλεύουν εδώ. Από τη μια πετιέται κοπέλλι με τη μασιά. Από την άλλη ξεκαρδίζεται γέρος με του πλαγινού του τις νοστιμιές. ΠαρακείΘε παίζει τα δάχτυλά του στο τραπεζάκι ένας συλλογισμένος.
— Τίποτα· είπε ο Χαγάνος με σοβαρή χερονομία· πήγαινε γρήγορα για να μη μ' ιδής άξαφνα μέσα στο δικό σου. Και του γύρισε τις πλάτες. Εκείνος κατάλαβε. Όταν ο αφέντης θυμώνη, ο δούλος σκύβει και προσκυνά. Το είχε προπατορικό του αξίωμα. Έβγαλε βαθύ στεναγμό, σύρθηκε ως την πόρτα, σήκωσε το παραπέτασμα κ' έφυγε. Μα η ανησυχία δεν άφινε ακόμα τον αφέντη.
Του Παλατιού απόβλητος του Καίσαρα, σκληρός σε κάθε ηδονή του Κόσμου, μοναχά τη μυστικιά φωνή ακούγοντας που του μιλούσε για τη σωτηρία των ανθρώπων, όσοι κάτω από το βούρδουλα των μοχθηρών βογγούσαν σκλάβοι, προσφέρθηκε θυσία κι' από μυτερών δοράτων το στυφό το μέταλλο τρυπήθη το κορμί του, χωρίς να βγάλη η φωνή του παραπόνου στεναγμό. Δε θέλει σκέψι ούτε δισταγμό η Πίστις.
Η θλίψη τώρα είχε φύγει από το νεκρικό θάλαμο σαν πουλάκι φοβισμένο. Το αίσθημα υποχώρησε στα λόγια. Δεν ηύρε θέση να τρυπώση παρά στα στήθη της Ελπίδας και τον Δημητράκη. Οι ξένοι μ' ένα στεναγμό έβγαλαν και το βάρος από πάνω τους. Σήκωσαν το κεφάλι, κύτταξαν προσεχτικά το ρήτορα και τα πρόσωπά τους δείχνονταν γαληνεμένα σα να μην έγινε τίποτα. Δεν ήταν όμως έτσι και τα δυο παιδιά.
Ήρθε να κλάψη τόρα· — να θρηνήση ήρθε. Τα κοψίδια, που τόνε μοίρασε ο φριχτός του Σουλτάνου δήμιος, να μετρήση ήρθε! . . — Αχ ! Μεεέμο ! Μεεεέμο ! Μέμο ! Μέμο ! . . . Θεριά δακρύζουν στο κλάμα της ορφανής τρυγόνας. Πέτρες σπαράζουν στου πικρού χωρισμού της το θλιβερό στεναγμό. . . — Αχ ! Μεεέμο ! Μεεεέμο ! καημένε Μέμο ! . . .
Έπειτα όλους τους βωμούς, που έχει το παλάτι, όλους τους εστεφάνωσε με στέφανα από μύρτα χωρίς να κλάψη, ή στεναγμό τα χείλη της ν' αφήσουν ή να χαλάση μια στιγμή το χρώμα του προσώπου από το φόβο του κακού, που τηνε περιμένει.
— Χτικιό που του τούδωκα 'γώ, ψιθύρισε με στεναγμό η άρρωστη. Κ' εγώ ζω ακόμη! Εκύταξε πάλι προς το σπίτι μας κείπε: — Ω, ας τόνε θώρουνα! Την άλλη μέρα το απόγεμα ο Δρακογιώργης έσκαβε σένα του λιόφυτο πάνω στην Καβαλαρά. Σε μια διακοπή της δουλειάς του, το βλέμμα του έπεσε χαμηλότερα στου Δερβίση τα Χαράκια, το μεγάλο βράχο, οπού διάβασα στο Βαγγελιό τα γράμματα προ καιρού.
Έφταιξε τόσο πολύ, αμάρτησε τόσο πολύ ο κόσμος για να τιμωριέται τόσο σκληρά αυτή η δυστυχισμένη! Και στο υστερνό στεναγμό της, στο υστερνό φίλημά της απάνω στα λυπημένα μάτια της κόρης της, το τραίνο κυλά λαχανιασμένο, αδιάφορο μπροστά. Χάνεται στη νύχτα μπροστά στα θολά μάτια της το χλωμό κεφαλάκι της κόρης της που πνιγμένη στα δάκρια ψιθυρίζει: — Μάννα, γλυκειά μου μάννα!...
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν