United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσύ μονάχα; να κι' εγώ.. αστρονόμο χάψι έβανε, αμά ντεν κλαίω... ντε φωνάζω πουφ μουφ... μην κλαις... σώπα σώπα.... έλα κοντά, πάρε καλαμάρι σου, πένα σου, γράψαι αναφορά ς' το Κύριο Διοικοτή, φίλο ντικό μου είναι, να βγάνη όξου.. άιδε· κάμε γλίγωρα να στείλουμε. ΛΟΓ. Και δη γραπτέον.... ευ έχει. ΑΝΑΤ. Εμ μεβ, άφστο πγιά.. γράψαι. ΑΝΑΤ. Έγραψες; ΛΟΓ. Ναι.

« τζάνουμ, Κύριε Ντιοικητή χέργια σου να φιλήσω, ποντάργια σου να φιλήσω, ισκυλί σου να γενώ, στείλε Αστρονόμο ένα ντιαταγή, να βγάνη ημάς όξου. » ΑΝΑΤ. Τι έγραψες; ΛΟΓ. Όξου. ΑΝΑΤ. Είδες τώρα; έτζι γράφουνε αναφορά όχι τροπάρι έγραψες εσύέι σώτηκε πγια. ΑΝΑΤ. Εγώ ντε ξέρω να γράψωεσύ γράψε όνομά μου. ΛΟΓ. Και δη πώς σε γραπτέον;

Έπεσε στα γόνατα, άρχισε να φιλή και να λούζη με δάκρυα τα πόδια της, να βγάνη ένα ένα τ' αγκάθια. Σε κάθε στεναγμό της γριάς τρόμαζε κ' ήταν έτοιμη να λιγοθυμήση. — Κρυώνω, κόρη μου· είπε σιγά η κυρά Πανώρια, μαζώνοντας τις πλάτες της. — Δεν πέφτεις, Κυρά μου, στο κρεββάτι; είπε η Ελπίδα φοβισμένη και παρακαλεστική. Δε θα ήταν άσκημα να πέσης λίγο να ζεστοκοπηθής. Εκείνη θέλησε ν' αρνηθή.

« Και ρίχνονται όλοι μαζή, » Και λες θα το χασμώσουν. » Αλλά σαν το ηφαίστειο » Της Αίτνας, όταν βγάνη » Ταις φλόγαις, έτσι ανάλαμψε » Κ' εβόγγισε το χάνι, » Και βόλια πέταξαν ζεστά, » Τους Τούρκους να βουλήσουν

ΓΟΝΖ. Κάθε πράμμα, κοινό για όλους, θα το εγεννούσε η φύσις δίχως ίδρωτά μας, δίχως δυσκολία· αφού η προδοσίες και οι φόνοι ήθελε είναι αγνώριστα, τι χρεία θα είχα για σπαθιά, για κοντάρια, για τουφέκια, ή γι' άλλη μηχανή; δεν θα τα ήθελα· έπρεπε μοναχή της η φύσις να βγάνη άφθονα όλα τα καλά, να τρέφεται ο άκακος λαός μου. ΣΕΒΑΣΤ. Δεν θα εγνώριζαν παντρειές οι υπηκόοι του;

Τώρα όμως του γενούσαν άλλο αίσθημα. Έφτανε ένα και μοναχό λιθαράκι για να του φέρνη μπροστά ατόφιο κ' ζωντανό το καλλιτέχνημα· και κείνο πάλι έφτανε για να του δείχνη κινούμενη την προγονική ψυχή. Όσο που κατάντησε ατός και μοναχός του να σμίγη την ψυχή του βιβλίου με του μαρμάρου την ψυχή και να βγάνη μια ζωή ολόχαρη, παλληκαρίσια και δοξολουσμένη.

Παρέστη προ αυτής το μέλλον, άχαρι κατηφές και πένθιμον, ως είνε παντός ανθρώπου χάσαντος ό,τι και αν έχη και ηναγκασμένου να ξενοδουλεύη διά να βγάνη την κόρα, το ψωμί του· τα γόνατά της εκάμφθησαν κ' επρόσπεσεν εις τον κυρ Γιαννίκον, ολολύζουσα, παρακαλούσα αυτόν να την λυπηθή ή να της δώση προθεσμίαν ή κάτι τουλάχιστον να της αφήση προς ενθύμησιν του παρελθόντος.