United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί κι' ατή σου το νογάς, κι' ατή σου τ' απεικάζεις, Ανισως ας με χωριστής, το χάρο μου τοιμάζεις. Αχ, είναι η πρώτη μου φωνή Καθώς ημέρα να γενή· Βραδιάζει, κι' αχ φωνάζω, Μ' αυτό το αχ πλαγιάζω. Γιόμα μου είναι οι στενασμοί· Και οι πικροί συλλογισμοί· Δειπνώ μελαχολία, Σκληρήν απελπισία. Έχω τα δάκρυά μου πιοτό, Τα βασανά μου φαγητό. Ζιώ για να τυραγνιούμαι, Αφόν της σ' υστερούμαι.

Πώς; θα μου ειπή. Δεν είσαι εις θέσιν να ενθυμηθής, ότι σε ερωτούσα τι πράγμα είναι το καθαυτό ωραίον, το οποίον εις οποιονδήποτε πράγμα και αν προστεθή, το κάμνει να φαίνεται ωραίον, και πέτραν και ξύλον και άνθρωπον και θεόν και πάσαν πράξιν και παν μάθημα; Δηλαδή, άνθρωπέ μου, εγώ σε ερωτώ τι είναι το ίδιον το κάλλος και σου το φωνάζω όχι ολιγώτερον δυνατά παρά εάν εκάθησο πλησίον μου ως πέτρα, ωσάν αυτήν την μυλόπετραν, χωρίς να έχης αυτιά και εγκέφαλον.

Εσύ μονάχα; να κι' εγώ.. αστρονόμο χάψι έβανε, αμά ντεν κλαίω... ντε φωνάζω πουφ μουφ... μην κλαις... σώπα σώπα.... έλα κοντά, πάρε καλαμάρι σου, πένα σου, γράψαι αναφορά ς' το Κύριο Διοικοτή, φίλο ντικό μου είναι, να βγάνη όξου.. άιδε· κάμε γλίγωρα να στείλουμε. ΛΟΓ. Και δη γραπτέον.... ευ έχει. ΑΝΑΤ. Εμ μεβ, άφστο πγιά.. γράψαι. ΑΝΑΤ. Έγραψες; ΛΟΓ. Ναι.

Άξαφνα ακούμε μια φωνή από μακρυά σαν τρόμπα-μαρίνα. Τι φωνή ήταν εκείνη; Ακόμα βουίζουν ταυτιά μου. «Ζη ο Μέγας ΑλέξανδροςΚερώσαμε όλοι. Άξαφνα σα φώτησι Θεού να μου ήρθε. Μια και δυο απάνω στο άλμπουρο. Παίρνω μια δυνατή ανάσσα και φωνάζω με όλη μου τη δύναμη. «Ζη και βασιλεύειΚαι πάλι τα ίδια. Τρεις φορές η Γοργόνα, τρεις κ' εγώ. Και περάσαμε.

Τότε φωνάζω εγώ: — Το κρεββάτι, παιδιά! το κρεββάτι! Και αμέσως σβύνω το κερί του Φαφάνα. Και με της δύο χούφταις μου χουφτόνω όλα σχεδόν τα ασημένια και το τάλλαρο, και τα χόνωτον κόρφον μου· με το χέρι μου τινάζω μιατο βιβλίον από κάτω, και χύνονται τα άλλα και η δεκάραις χάμω 'στης πλάκαις, και κτυπά το βιβλίον 'ςτο πρόσωπον του Φαφάνα με κρότον. — Το κρεββάτι, παιδιά, ξαναφωνάζω πάλι.

Μ' ετάραξε το βλέμμα της, ο δε οίστρος μου διεκόπη. Πώς να φωνάζω προσκαλών αγοραστάς υπό τους οφθαλμούς μιας ωραίας ξανθής, ήτις με παρετήρει; Επροσπάθουν να εξακολουθήσω το έργον μου, αλλ' ο νους μου ήτο εις το παράθυρον και τα βλέμματά μου υψούντο συχνάκις προς αυτό. Αίφνης βλέπω την νέαν μειδιώσαν.

Τα κύματά της δεν αφρίζουν, και θλίψη παντοτεινή φωλιάζει μέσα στον ίσκιο που τη γεμίζει. Ποτές ο ήλιος δε θα την παρηγορήση. Παρηγοριά δεν έχει η ζωή μου, μα ο πόνος δε με τρελλαίνει, δε χτυπώ τα στήθια μου, δε φωνάζω. Μια στιγμή, ένα δέφτερο της στιγμής, νόμισα και γω πως θα χάσω τα λογικά μου· δεν είμουν όμως ποτέ σαν το καμίνι εκείνο· είμουν πάντοτες σαν τη λίμνη.

Όπιος καλά με στοχαστή, Παραπολύ θα θιαμαχτή, Πως ζιώ με τόσα πάθη, Σε τέτιας θλίψις βάθη. Ρίχνω τα μάτια εκεί κι' εδώ, Μη τύχη, φως μου, και σε ιδώ. Συχνά συχνά σε κράζω, Του κάκου σε φωνάζω. Το τέλος πιο; δεν το θωρώ. Πώς θέλα γένω, απορώ. Υπομονή σ' εμένα Γυρεύω στα χαμένα. Φθορά λοιπόν κι' αφανισμός, Ο εδικός σου χωρισμός· Χωρίς εσέ να ζήσω, Ποτέ να μην ελπίσω!

Μίαν ημέραν μετά ταύτα βλέπω μακρόθεν να αρμενίζη ένα καράβι· τότε άρχισα να φωνάζω, και να εξαπλώνω ένα λευκόν μανδύλι εις τον αέρα, κάμνοντας σημείον πως είχα ανάγκην βοηθείας.

Κατέβαινα κάτω στο γιαλό, κάτω στη μοναξιά, για να φωνάζω τόνομά σου, για να πιστέβω πως είσαι κοντά μου, για να ξέρω πως υπάρχεις. Σ' ό τι νησί κι αν είμουν, είχα πάντα βία να φύγω. Γρήγορα γρήγορα να πάω! Ίσως στάλλο το νησί καλήτερα θα είναι· ίσως θα κάμω καλήτερη δουλειά. Πήγαινα και πάλι έλεγα τα ίδια κ' ήθελα πάλε να τρέξω αμέσως αλλού.