Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Και σα βράδιαζε, κατεβαίναμε στο γιαλό και καθίζαμε στα χαλίκια, και βλέπαμε τα ψάρια που πηδούσαν κοπαδιαστά απάνω στ' ασημένια νερά. Εκεί κατέβαιναν όλοι. Έβλεπες κόσμο εκεί. Εκεί τραγουδούσαν τα κορίτσια, πετούσαν πέτρες ταγόρια στη θάλασσα, οι άντρες μιλούσανε για τα μαξούλια τους, οι γυναίκες για καθετίς. Αν έλειπε και καμιά τους, έμενε τόπος και για ψεγάδιασμα.

Είναι η αγαπημένη του προεστού, γιατί, λέει, του μοιάζει. Έχει τα σταχτερά του τα μάτια και το στρογγυλό του σαγόνι. Μα ο άρχοντας, θαρρώ, δεν μπορεί νάχη και τόση χάρη. Αυτός σαν ανασηκώνη τα μανίκια του να του χύση η χαδεμένη του να πλυθή, δε θα φεγγοβολούνε δυο τέτοια μπράτσα αποπάνω από την ασημένια λεκάνη. Έχει, λέει, η μικρή και την καλοσύνη της μάννας της. Άγια καλοσύνη!

Όχι μόνον είχαμε περάσει καλά, αλλά και κάτι λεφτά μου περίσσεψαν από της υπηρεσίες που έκανα στους Αγγλογάλλους. Όταν εγυρίσαμε στην Αθήνα, μέσα, είχα σωστά εκατόν δέκα φράγκα ασημένια. Μου φάνηκε, τα ένδεκα σβάντζικα, που είχα δώσει τρεις μήνες μπροστά στον καρροτσέρη, πως τα είχα σπείρει στη γης κ' εκαρποφόρησαν το δεκαπλάσιο».

Καταραμένη νάν' η νύκτα Που σε συνεπήρεν απάνω στα κύματα Μακράν απ' τον έρωτα, κοντά σ' ένα αριστοκρατικό σύζυγο, Γέρο και αρρωστημένο, σ' ένα κρεββάτι ανίερο. Μακράν από με, απ' τον συννεφιασμένο ουρανό μας, Όπου κλείει η ιτιά, η ασημένια. Είχα πάντοτε πιστεύσει ότι ο νέος μου φίλος ηγνόει τα αγγλικά.

Όποιος ακούει τους θεούς, κ' αυτοί τον πάρ' ακούουν. Είπε· κ' εσταμάτησε το χέρι το βαρύ τουτην ασημένια τη λαβή· κι' οπίσωτο θηκάρι Το μέγα σπαθί έσπρωξε· κ' εις της θεάς Αθήνας Τον λόγον δεν απείθησε. Τότε λοιπόν κ' εκείνητον Όλυμπον ανέβηκεν, εις του αιγιδοφόρου Του Δία τα βασίλεια, προς τους θεούς τους άλλους.

Και αμέσως παίρνω και άλλα δυο παιδιά μαζύ μου, και πηγαίνω κάτωτην πόρτα του Νάρθηκα και στέκουμαι εκεί. Ύστερ' από λίγο, να κ' έρχεται ο Φαφάνας με το Μηναίον ανοικτόν, γεμάτο ασημένια νομίσματα, με το κηρίον αναμμένον.

Εκαλαναρχούσα λοιπόν εις τα δεξιά, σαν αηδόνιόλον τον Κανόνα . Ο πατέρας μου ευχαριστημένος γιατί μ' εκαμάρωναν όλοι, ντόπιοι και ξένοι, για την γλυκειάν φωνήν μου, εκαμάρονε και αυτός, ξηροβήχων, και συγχρόνως ελογάριαζε, με τον νουν του, τα ασημένια οπού θα εσύναζα κατόπιν. Αλλ' όσον επλησίαζεν η εννάτη ωδή του Κανόνος , τόσον εκόμπιαζα από τον φόβον μου.

Παρόμοιες μ' αυτούς είνε κ' η γυναίκες τους, με τη διαφορά ότι τούτες καταφορτώνονται από βαριά ασημένια και μαλαμοκαπνισμένα στολίδια από το κεφάλι ως τη μέση κι ότι κάπου κάπου ανάμεσά τους βρίσκεται, σαν την αγράμπελη ανάμεσα στα βάτα, και καμμιά υποφερτή εμμορφιά.

Τότε λαβών ολίγον θάρρος, άρχισα την περιοδείαν μου από τους χορούς, χαιρετίζων έκαστον, 'ς το στασίδι του, με το βιβλίον ανοικτόν, μ' εν κηρίον αναμμένον. — Η προαίρεσις δίδου! Τα παιδιά με εκύτταζον με θαυμασμόν. Μερικά δε με ηκολούθουν, ως σωματοφύλακες. Όλοι μου έρριπταν ασημένια. Οι δύο εξόριστοι αξιωματικοί ο καθένας μου έρριψεν από μίαν ρεγγίναν, γελαστοί και χαρούμενοι.

Κι' ύστερα από λίγο, άρχισε το τραγούδι του Ξενιτεμένου, που βουλιέται να γυρίση στην πατρίδα του. «Τώρα είν' ο Μάης κι' η άνοιξη, τώρα 'ντό καλοκαίρι, «Τώρα κι' ο Ξένος βούλεται στον τόπο του να πάη... «Νύχτα σελώνει τ' άλογο, νύχτα το καλλιγόνει «Βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφι’ ασημένια.. »

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν