United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επροχωρούσαμεν, όλα τα παιδιά προς την σκοτεινήν σκάλα του Νάρθηκα, για ν' αναβώμεν επάνω εις τον γυναικίτην· μπροστά ο Φαφάνας με το βιβλίον, τα ασημένια νομίσματα, και το κερί το αναμμένο, και δίπλα του εγώ σαν προστάτης· και του εψιθύριζατο αυτί, από αγάπην τάχα: — Μη φοβάσαι, μη φοβάσαι! Κοντά μας ήτανε τ' άλλα παιδιά με ζήλειαν κυττάζοντα.

Εσυναζόντανε ο κόσμος. Όλοι στολισμένοι. Σε κομμάτι εγέμισεν η Εκκλησία. Εγέμισαν τα στασίδια, γραμμή δεξιά, γραμμή αριστερά. Ανάψανε τους πολυελαίους. Οι παπάδες ενδυθήκανε τα ολόχρυσα ιερά τους. Ολόχρυσοι από πάνω ως κάτω. Ενταύθα διεκόπη ο καπετάν Φαφάνας από ένα βαθύν στεναγμόν. Ο Γιάννης ο Μπύρρος ο ναύκληρος, εννοήσας, του έδωκεν αμέσως ποτήριον κονιάκ.

Βρε, παιδιά, είπεν ακολούθως ο ναύκληρος. Ποιος ξέρει το Χριστός Γεννάται; Νά, τώρα, που μας χρειάζεται και ο καπετάν- Φαφάνας, καλή του ώρα. Αυτός κάπου 'δω θα φέρνη γύρω,

Μόνον μικρόν ελάττωμα είχε φυσικόν. Ετραύλιζεν ολίγον εις την γλώσσαν· διό και απεδόθη εις αυτόν σκωπτικώς το παρωνύμιον Φαφάνας, όπερ αυτός τελευταίον το ανεγνώρισεν ως επώνυμον πλέον.

Είπεν ο Μέλτος ο Μισακός και απετελείωσεν ο ναύκληρος — ο Φαφάνας, προφθάσας ούτω και αποφυγών την κακοφημίαν, μη τύχη και πειραχθή ο ψάλτης, και δεν θελήση να ψάλη έπειτα. — Πού σ' αυτόν τον κόσμον, καϋμένε Φαφάνα; Επανέλαβεν ο Μέλτος ο Μισακός, μιμούμενος την φωνήν του ελθόντος, σαν να έψαλλε, σαν να κανοναρχούσεν.

Κ' ενώ ο Φαφάνας διηγείτο πώς ευρέθη εκεί εις τον έρημον λιμένα, ο καμαρώτος όστις ωδήγησεν αυτόν κάτω, ανερχόμενος πάλιν εις την εργασίαν του, εις το μαγειρείον, αφού παρέλαβε και τα κομισθέντα δώρα παρά του καπετάν-Φαφάνα, είπεν εις το αυτί του γέρω-Μπούμπα, σαν να ήθελε να του ανακοίνωση μυστικόν: — Καλά Χριστούγεννατης Τρεις Μπούκαις, παππού! Δεν σου τώπα; — Τον κακό σου, Ζούμπουρα!

Και αμέσως παίρνω και άλλα δυο παιδιά μαζύ μου, και πηγαίνω κάτωτην πόρτα του Νάρθηκα και στέκουμαι εκεί. Ύστερ' από λίγο, να κ' έρχεται ο Φαφάνας με το Μηναίον ανοικτόν, γεμάτο ασημένια νομίσματα, με το κηρίον αναμμένον.

— Η προαίρεσις δίδου ! εφώναζε πλέον με θάρρος ο Φαφάνας, ο οποίος αφού ετελείωσε την δεξιάν πλευράν του ναού, ήθελε να στραφή προς το παγκάριον, οπού κοντάτους επιτρόπους εστέκοντο οι υπάλληλοι, και να εισέλθη κατόπιν εις την αριστεράν πλευράν, οπού ήσαν οι ποιμένες και όλη η τάξις των εργατικών και ξευγηλατών.

Το φάντασμα τούτο ήτο ο μεγαλείτερος τρόμος όλων των παιδιών. — Μη φοβάσαι! μη φοβάσαι! Έλεγα προς τον τρομασμένον Φαφάναν και τον ερωτούσα: — Όλα, μωρέ, σου τα πήρε το σκυλοκρέββατο; — Και το τάλλαρο! απήντησεν ο Φαφάνας, πνιγμένος μέσα εις τα δάκρυα.

Να βάλουν δε θυμίαμα εις το θυμιατόν και να θυμιάσουν. Και αφού έγειναν όλα αυτά, τότε ήρχισε το ιερόν άσμα ο πολυπαθής Φαφάνας: «Στέργειν μεν ημάς, ως ακίνδυνον φόβω, Ράον σιωπή. Τω πόθω δε, Παρθένε, Ύμνους υφαίνειν συντόνως τεθηγμένους, Εργώδες εστιν· αλλά και, Μήτηρ, σθένος, Όση πέφυκεν η προαίρεσις, δίδου