Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Ο ρώσσος είχεν ευτυχώς εις την οδοιπορικήν του πήραν δίπυρά τινα της Οδησσού, τα οποία εμοιράσαμεν αδελφικώς ως και το περιεχόμενον φιαλιδίου κονιάκ.

Αριστεί ως επί το πλείστον εν τω ξενοδοχείω, διότι ευρίσκει πενιχράν την εν οίκω τράπεζαν, παίζει θαυμάσια σφαιριστήριον, ομιλεί περί των πολιτικών πραγμάτων της Ευρώπης μεταξύ ενός καφέ και ενός κονιάκ, τρέφει βαθυτάτην περιφρόνησιν προς οιουδήποτε είδους εργασίαν, και ονειρεύεται διπλωματικήν τινα θέσιν, ανάλογον των ολίγων σολοίκων γαλλικών φράσεων, δ' ων καρυκεύει την ομιλίαν του.

Εσυναζόντανε ο κόσμος. Όλοι στολισμένοι. Σε κομμάτι εγέμισεν η Εκκλησία. Εγέμισαν τα στασίδια, γραμμή δεξιά, γραμμή αριστερά. Ανάψανε τους πολυελαίους. Οι παπάδες ενδυθήκανε τα ολόχρυσα ιερά τους. Ολόχρυσοι από πάνω ως κάτω. Ενταύθα διεκόπη ο καπετάν Φαφάνας από ένα βαθύν στεναγμόν. Ο Γιάννης ο Μπύρρος ο ναύκληρος, εννοήσας, του έδωκεν αμέσως ποτήριον κονιάκ.

Έστειλε το Γιάνη, να τη ρωτήση τι θα πάρη, «με τη παρέα της». «Από ένα λουκουμάκι και κονιάκ μαζί». — Είχε πια και κονιάκ ο Γιάνης. Πρώτη σαγονιά την πήρε ο γραματικός. Με το δίκιο του βλέπεις. Μόν' ο κυρ Δημητράκης, ο δικολάβος, με το φανελένιο ποκάμισο, με τις διπλές φούντες στο λαιμό, και το σακάκι, το ξεβαμένο, εγύριζε στην καρέκλα του απάνω νεβρικός.

Ο δε ναύκληρος έτοιμος πάντοτε, πληρώσας άλλα ποτήρια κονιάκ προσέφερεν εις όλους λέγων πάλιν: — Τράβα μια, καϋμένε Φαφάνα, να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Κατόπιν ο καπετάν-Φαφάνας εξηκολούθησεν: — Άιντε τώρα σε όλους, με παρώτρυνεν ο πατέρας μου. Μη φοβάσαι!

Αλλ' ο καπετάν-Φώκας, ολομόναχος πάντοτε, εν τη πρύμνη, προσπαθών κατόπιν ν' ανοίξη δευτέραν φιάλην κονιάκ, κατακόκκινος και μισοζαλισμένος, παρά την θερμάστραν, ην προλαβών προσήναψεν ο καμαρώτος, έθραυσε τον λαιμόν αυτής και εχύθη το πλείστον του ποτού επί των αναμμένων ξύλων. Πάραυτα φλόγες πρασινογάλαζοι τον εκύκλωσαν έντρομον να τον καύσουν.

Αλλά τώρα, με αγωνίαν επιθυμών να εκτελέση την δοθείσαν προς την γυναίκα του υπόσχεσιν, παρίστατο αμαθής και αθαλάσσωτος, και από τον απειρότερον ναύτην πλέον άπειρος. Και αφού πλέον ενύκτωσε και απηλπίσθη να εξέλθη από της τρεις Μπούκαις, ήρχισε το κονιάκ, κάτω πάντοτε, κλεισμένος, ολομόναχος, εξερεθίζων έτι μάλλον τον θυμόν του, με το δριμύ ποτόν.

Ήξευρεν ο καπετάν-Φαφάνας ότι ο καπετάν-Φώκας ήτο μεγαλοπρεπής εις τα τοιαύτα, διατρέφων πλουσίως το πλήρωμά του. Τότε ο Γιάννης ο Μπύρρος ενθουσιασθείς από την απροσδόκητον εμφάνισιν του καπετάν-Φαφάνα, όστις θα του έψαλλε το «Χριστός γεννάται», ενθυμήθη ότι είχεν από την Σικελίαν μίαν βαύκαλον κονιάκ.

Τράβα μια, Φαφάνα, να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Ο καπετάν-Φαφάνας, πιών το κονιάκ, εξηκολούθησεν: — Ήλθεν ο δήμαρχος και όλη η δωδεκάδα. Όλοι στολισμένοι με κατακαίνουργα σταυρωτά περιστήθια, με καινούργιαις γούναις όλοι, με τα φέσια των τα υψηλά, 'ς την αράδα, κατακόκκινα, σαν παπαρούναις.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν