Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
Η απρονοησία μας γίνετ' ωφέλειά του, πολλούς λιμένας μας κρυφά τους έχει πατημένους, και δεν θ' αργήση φανερά σημαίαν να υψώση. Αν θέλης εις τα λόγια μου να δώσης, φίλε, πίστιν, αμέσως τώρα κίνησε και πήγαινε 'ς το Δούβρον. Κάποιος εκεί θα σε δεχθή και θα σε ευχαριστήση, όταν ειπής καταλεπτώς τα όσα υποφέρει ο βασιλεύς: τι βάσανα, τι λύπαις, τι φαρμάκια!
Ήνοιξε λοιπόν αυτήν αμέσως και προσφέρων ποτήριον προς τον ελθόντα και προς τους άλλους είπε: — Τράβα μια, καϋμένε Φαφάνα, να πάνε τα φαρμάκια κάτω! Ταυτοχρόνως εχρεμέτισαν επάνω οι εξαρτισμοί του πλοίου, ως να έτρεχον ίπποι εις την πεδιάδα, θαρρείς κ' εχαιρέτιζον τους πίνοντας ναύτας, κ' εκυλίσθη δεξιά και αριστερά η Σκίαθος ως να ητοιμάζετο ν' ανοίξη τα πανιά της.
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Είν' ώρα, είναι ώρα, κράζει η Άρπυια! Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Ελάτε· — 'ς το κακκάβι ολοτρίγυρα, και μέσα τα φαρμάκια και τα μαγικά: Κούβακας· — πέτρα κρύα τον επλάκονε σωστά τριάντα ένα ημερόνυκτα, και ίδρωσε φαρμάκι μέσ' 'ς τον ύπνο του· — 'ς την μαγευμένη βρύσι συ πρωτόβρασε! ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ Γύριζε, βάζε, βράζε, ανακάτονε. Καίε φωτιά και τρίζε, κόχλαζε νερό!
Ο δε ναύκληρος έτοιμος πάντοτε, πληρώσας άλλα ποτήρια κονιάκ προσέφερεν εις όλους λέγων πάλιν: — Τράβα μια, καϋμένε Φαφάνα, να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Κατόπιν ο καπετάν-Φαφάνας εξηκολούθησεν: — Άιντε τώρα σε όλους, με παρώτρυνεν ο πατέρας μου. Μη φοβάσαι!
Σωτηριάδη πώς θα γράφη τον πατέρα ; Θα τον κάμη ο πατερός, του πατερού , ή θα τον αφήση ο πατέρας, του πατέρα , δηλαδή όπως τον έχουμε από τώρα; Υποθέτω, θα τον αφήση. Τότες, τι καταλάβαμε; Σωτηριάδη. Κ' είχε δίκιο. Είναι ανοησία. Τίποτις άλλο — αφού νόημα δεν έχει. — Ανοησία; Να πάλε και τα συνηθισμένα μας. Αρχίζεις πάλε και φωνάζεις. — Φωνάζω, τι να κάμω; Φαρμάκια να στάζω; — Τίποτα, φίλε μου.
Και αποχαιρετά μ' ένα βλέμμα μελαγχολικό αλλά ήρεμο τη μάνα που τον εγέννησε, τους φίλους που τον επίστεψαν, τον λαό που τον ετυράνησε· τη γη που είδε τα φαρμάκια και τον Ουρανό που άνοιξε φιλόστοργη αγκαλιά να δεχθή το σώμα του. Η μάνα ήταν εκεί και τα έβλεπεν όλα. Ήθελε να φωνάξη, να τρέξη για να τον σώση από τα χέρια των κακούργων, αλλά δεν ημπορούσε να βγάλη φωνή από τον λάρυγγά της.
Συλλογίστηκε λιγάκι κ' ύστερα ξανάρχισε: — Τι ελέγαμε; Για τις καλωσύνες. Καλωσύνες, π' ανάθεμά τες. Καλωσύνες. Μια γενιά καλωσύνες, μια γενιά φαρμάκια. Ήρθε ο πατέρας μου, θεός σχωρέσ' τον. Ένα ορφανό έρημο, παραπεταμένο, κλωτσημένο απ' τον κόσμο, απ' τον κόσμο πούφαγε ψωμί στο πατρικό του. Μοναχός του έγινε άνθρωπος. Με τα χέρια του, με τον ιδρώτα του, με τη δουλειά του.
Μα πια το κλάμα ο θεϊκός σα χόρτασε Αχιλέας, 513 τότες σηκωθή οχ το θρονί, και σήκωσε απ' το χέρι 515 το γέρο — τ' άσπρα του μαλλιά πονώντας, τ' άσπρα γένια — και με φωνή ήμερη του λέει διο φτερωμένα λόγια «Α δόλιε, ναι πολλά η ψυχή σούπιε πικρά φαρμάκια!
Ένα μαγιάτικο βράδυ, χαρά Θεού, που ταστέρια είχανε πληθύνει στον ουρανό — μυριάδες άστρα είχανε προβάλλει εκείνο το βράδυ απ' όλες τις μεριές και στριμώνονταν τρελλά το ένα κοντά στο άλλο, να χαρούνε την ώμορφη νύχτα — ο Στρατής είχε γλέντι σαν πάντα. Όλη η τσότρα έγινε θυσία εκείνο το βράδυ. «Τράβα, Στρατή, άλλη μιαν ακόμα να πάνε τα φαρμάκια κάτω». Και τραβούσανε ο Στρατής με τον Στρατή.
Ο Δάφνης όμως δε μπορούσε να κάνη την ψυχή του να χαρή από τη στιγμή που είδε γυμνή τη Χλόη και αντίκρυσε όλη την κρυμμένη ως τότε ομορφιά της. Πονούσε η καρδιά του, σαν να την έτρωγαν φαρμάκια. Κ' η αναπνοιά του ακόμη πότες έβγαινε γρήγορη, σαν να τον κυνηγούσε κανένας κ' έτρεχε, και πότε του έλειπεν ολότελα, σαν να του είχε φύγει όλη στις προτητερινές τρεχάλες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν