Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Ένα μαγιάτικο βράδυ, χαρά Θεού, που ταστέρια είχανε πληθύνει στον ουρανόμυριάδες άστρα είχανε προβάλλει εκείνο το βράδυ απ' όλες τις μεριές και στριμώνονταν τρελλά το ένα κοντά στο άλλο, να χαρούνε την ώμορφη νύχτα — ο Στρατής είχε γλέντι σαν πάντα. Όλη η τσότρα έγινε θυσία εκείνο το βράδυ. «Τράβα, Στρατή, άλλη μιαν ακόμα να πάνε τα φαρμάκια κάτω». Και τραβούσανε ο Στρατής με τον Στρατή.

Πόση όμως φροντίδα στη στάση τους και στο φέρσιμό τους! Προσέχανε πολύ βέβαια πώς να βρεθούνε πιο ώμορφες, και τραβούσανε μέσα στο καράβι όλων τις ματιές. Θα το καταλαβαίνανε, γιατί αν και δείχνανε ότι δεν προσέχανε, κάποτε-κάποτε κρυφομιλούσανε και κρυφοκυττάζανε. Ο Ρένας παρατηρούσε κ' έλεγε: — Όλα τα ρούχα της γυναίκας είναι λεπτότερα από των ανδρών. Σχεδόν μπορείς να πεις ότι είναι γυμνή.

Δεν έπειθε με τούτα ο Φιλητάς τους Μεθυμνιώτες· μόνε αυτοί, αφού χυμίξανε με θυμό, τραβούσανε πάλι το Δάφνη κ' ηθέλανε να τόνε δέσουν. Τότες οι χωριάτες αγριεμένοι πηδούνε καταπάνω τους σαν ψαρώνια ή καλιακούδες· και στη στιγμή τους παίρνουν το Δάφνη, που κι αυτός πάλευε πια, και χτυπώντας τους με ξύλα γλήγορα τους εστρώσανε στο κυνήγι.

Τέλος ανέβηκε και στη Μακεδονία. Η Θεσσαλονίκη και μερικές άλλες Μακεδονικές πολιτείες είταν τα πιο σημαντικά του κέντρα στα μέρη εκείνα. Οι μεγάλοι κι οι ανακατεμένοι πληθυσμοί τους την τραβούσανε την ακούραστη του ψυχή. Έτρεχαν και τον άκουγαν Ιουδαίοι κ' Έλληνες, άντρες και γυναίκες, και βαφτίζουνταν όσοι πίστευαν.

Υπήρχανε μέσα στους κατάδικους, που τραβούσανε κουπί, δυο, που τραβούσανε πολύ κακά και στους οποίους ο λεβαντίνος πλοίαρχος έδινε από καιρό σε καιρό μερικές χτυπιές μ' ένα βούνευρο στις γυμνές τους πλάτες. Ο Αγαθούλης μ' ένα πολύ φυσικό κίνημα τους κοιτούσε προσεχτικά και τους πλησίασε με σπλάχνος.

Τι κάθεσαι έτσι μαζεμένος και περιμένεις; Τον ρώτησεν ο Ρένας. — Δε βρίσκω κουβά να πάρω νερό. Ολόγυρα οι ναύτες φωνάζανε, σπρωχνόντανε, τραβούσανε τους κουβάδες, μαζευόντανε γύρω στην τρούμπα. — Και βέβαια, πού να βρεις! έκανε με συμπάθειαν ο Ρένας. Πού αφίνουν τόσοι λύκοι δω πέρα.,, Έλα μαζί μου.

Προσπαθούσαν όλοι να κάνουν το μόρτη, τον ξεδομένο στον κόσμο, και κανόνιζαν ανάλογα την ομιλία τους, και τις κίνησές τους. — Έχω νταλκά, λέγανε ταχτικά. — Είναι στο νταλκαδάκι του πάλι. — Του ξηγήθηκα λίγο αρμυρά σήμερα. — Όταν έμπαινες συ στη μαγκιά, εγώ έβγαινα απ' το κουρμπέτι., . Όσοι ναύτες ερχόντανε να σιάξουνε τα μαλλιά ή να ξουριστούνε τραβούσανε το διάβολό τους.

Δεν καλόνοιωθα τι έτρεξε, μα έβλεπα, έβλεπα τις πέτρες που σήκωναν, τα ξύλα που τραβούσανε σιγανά, τη σκόνη που μ' έπνιγε. Έβλεπα και το γέρο το Βασίλη, ξεσκισμένο, λαβωμένο, χωματιασμένο, να τους φωνάζη όλους με βραχνιασμένη φωνή, «προσέξτ' από δω, παιδιά, τραβάτ' από κει». Ύστερα ένοιωσα πως δεν είμουν πια θαμμένος, πως με σήκωναν.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν