United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και έπειτα: — Βλαστήμα με, ατίμαζέ με, σφακέλωνέ με, ρίχτε μου γάστρες, δείρε με, σκότωσέ με, εγώ δε μανίζω. Νέον είδος πείσματος αυτό να μη θυμώνη. Αλλά και οσάκις εκινδύνευε να εξαντληθή η υπομονή του, παρουσιάζετο η χήρα και τον έπειθε να εξακολουθήση τας προσπαθείας του διά την ωρίμανσιν της αγουρίδας και ενίσχυε τας εξασθενούσας ελπίδας του.

Μαζί του αγωνίστηκε το μεγάλο αγώνα του λυτρωμού, και μαζί του απόλαψε τη χαρά και τη δόξα που φέρνει πάντα η νίκη. Φυσικά όμως δεν έμενε κ' ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα. Θες από τον άντρα, θες από τα παιδιά της επερίμενε τον τελειωτικό θρίαμβο. Και τον περίμενε ανυπόμονα. Πάντα όμως δεν έδινε τόση βάση στα λόγια του μικρού. Η παιδιάτικη υπόσχεσή του την συγκινούσε, αλλά δεν την έπειθε.

Θα εδίδασκε τον χωρικόν την στρεψοδικίαν και το ψεύδος, θα τον έπειθε να ψευδορκήση, θα του μετέδιδε τα πρώτα σπέρματα της δικομανίας και της φυγοπονίας, και θα του έτρωγεν επίσης τον βουν, τον αγρόν ή την οικίαν και την άμπελον.

Τον δε Σιμωνίδην, ο οποίος κατήγετο από την Κω, τον έπειθε και τον εκρατούσε διαρκώς κοντά του με το να δίδη μεγάλους μισθούς και άφθονα δώρα.

Εάν, πενθηφορών, προσεφώνει την σύγκλητον, οι πατέρες θα ηδύναντο να αντισταθώσιν εις την ευγλωττίαν του και εις τα δάκρυά του; Εάν έκαμε χρήσιν όλης της τέχνης του, όλης της επιτηδειότητός του ως ηθοποιού, δεν ήτο βέβαιος ότι θα τους έπειθε; Δεν θα του έδιδον τουλάχιστον την εξαρχίαν της Αιγύπτου; Συνηθισμένοι να τον κολακεύουν, δεν ετόλμησαν να αρνηθώσι φανερά.

Την στιγμήν εκείνην ο καπετάν-Νικολάκης το Τρυποκαρύδι, μόνος ιδιοκτήτης και κυβερνήτης του κοττέρου, αναλογισθείς το φιλοδώρημα, το οποίον ήτο δυνατόν να δώσουν οι υποψήφιοι, αν τους έπειθε να επιβιβασθώσιν εις το κόττερον, όπως εισπλεύσωσιν εις τον λιμένα μετά πομπής, αποβλέψας εις την εγγύτερον ισταμένην λέμβον, ης επέβαινον οι δύο των υποψηφίων, μετέβη εις την πρώραν και ήρχισε να φωνάζη·

Το πηδάλιο λέει, όταν βεβηλωθή μία εκκλησία, να μη λειτουργιέται, αν δεν ξανακτισθή κ' εγκαινιασθή πάλι. Επί τέλους ο παπ' Αγγελής ίσως θα τον έπειθε να μεταβώσιν εις την Αγ.

Και αν επρόκειτο περί θαυμασίας ευρέσεως μυρίων ταλάντων ή χιλιάδων λίτρων χρυσού, ουδείς βεβαίως σοβαρός κριτικός θα έπειθε τον εαυτόν του ή τους άλλους, ότι εις το ποσόν τούτο θα συνίστατο το μεγαλείον του θαύματος. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΘ'. Η εορτή της Σκηνοπηγίας

Εις τας ερωτήσεις του δε απεκρίθη η Πυθία τα εξής· «Ω Βάττε, ήλθες διά την φωνήν σου, αλλ' ο άναξ Φοίβος Απόλλων σε πέμπει οικιστήν εις την πολλά πρόβατα τρέφουσαν Λιβύαν·» ως να έλεγεν Ελληνιστί· «Ω βασιλεύ, ήλθες διά την φωνήν σουΕκείνος δε είπε τα εξής· «Ω άναξ, εγώ μεν ήλθον διά να σε ερωτήσω περί της φωνής μου, συ δε με διατάττεις πράγματα αδύνατα· με λέγεις να αποικίσω την Λιβύαν, αλλά με ποίαν δύναμιν, με ποία μέσαΜε όλους όμως τούτους τους λόγους δεν έπειθε τον θεόν να δώση εις αυτόν άλλην απόκρισιν· και επειδή εξηκολούθει να ακούη τον αυτόν χρησμόν ως πρότερον, αφήσας όλα ο Βάττος επέστρεψεν εις την Θήραν.

Κ' οι δύο κείνοι, την γλυκειάν αγάπη αφού χαρήκαν, 300 με ηδονή λόγους πολλούς ελέγαν μεταξύ τους. έλεγεν όσα υπόφερετο σπίτ' η γυνή θεία, την πάγκακη συνάθροισι να βλέπη των μνηστήρων, οπ' εξ αίτιας της πολλούς μόσχους και αρνιά παχεία έσφαζαν και από το κρασί τους πίθους αδειάζαν. 305 και πάλιν ο διογέννητος της έλεγε Οδυσσέας, πόσους ερήμωσε θνητούς και πόσ' έπαθ' εκείνος. άκουε κείνη με ηδονή και δεν της έπεφτ' ύπνοςτα βλέφαρα, πριν όλ' αυτός με τάξιν ιστορήση. και άρχισε πώς τους Κίκοναις ενίκησε, κατόπι 310 πώς έφθασετην κάρπιμη των Λωτοφάγων χώρα, πόσ' έπραξεν ο Κύκλωπας, και αυτός πώς εκδικήθητον άσπλαχνον 'που του 'φαγε τους ποθητούς συντρόφους·τον Αίολο πώς έφθασε, 'που ολόψυχα τον δέχθη, και τον προβόδατην γλυκειά πατρίδα του, αλλά μοίρα 315 δεν ήτο ακόμη, και άνεμος σφοδρός τον πήρε πάλι εις τα ιχθυοφόρα πέλαγα τον αναστεναγμένον. πώς πήγετην Τηλέπυλη των Λαιστρυγόνον χώρα, 'που σύντριψαν τα πλοία του και τους λαμπρούς συντρόφους όλους· και αυτός μ' ολόμαυρο καράβι εσώθη μόνος· 320 της είπ' όσα σοφίσματα και δόλους είχε η Κίρκη·του Άδη πώς κατέβηκε τ' αραχνιασμένο δώμα, να ερωτήση την ψυχή του μάντη Τειρεσία, με καράβι πολύσκαρμο κ' είδ' όλους τους συντρόφους, και κείνην 'που τον γέννησε και γλυκανάστησέ τον. 325 το λάλημα πώς άκουσε των ηχηρών Σειρήνων·ταις Πλαγκταίς Πέτρας, 'ς την δεινή Χάρυβδι, πώς ευρέθη, 'ς την Σκύλλα, οπού δεν πέρασε θνητός χωρίς να πάθη· οι σύντροφοι πώς φόνευσαν τα βώδια του Ηλίου· πώς με φλογώδη κεραυνόν ο υψηλοβρόντης Δίας 330 του 'σχισε το καράβι του, κ' οι σύντροφ' οι γενναίοι χαθήκαν όλοι, κ' έφυγε την μαύρη μοίρα μόνος·την Καλυψώ πώς έφθασε, 'ς την νήσον Ωγυγία, πώς τον κρατούσε, και άνδρα της επόθει να τον κάμη, 'ς τα κοίλα σπήλαια, κ' έτρεφεν αυτόν και γνώμην είχε 335 αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήση· αλλά ποτέ δεν έπειθετα στήθη την ψυχή του· πώς έφθασετους Φαίακαις, πολύ βασανισμένος· πώς ως θεόν ολόψυχα τον τίμησαν εκείνοι, και, αφού χρυσάφι, αφού χαλκόν κ' ενδύματα του δόσαν, 340 με καράβι τον έστειλαντην ποθητήν πατρίδα. και άλλο δεν είπε, ως έπεσεαυτόν ο γλυκύς ύπνος και όλα τα μέλη του 'λυσε και της ψυχής τα πάθη.