United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και απ' το καράβι ανέβηκα κ' από το περιγιάλι. και ότ' έφθασα διαβαίνοντας την ιερή λαγκάδα, 275 σιμάτης πολυβότανης Κίρκης το μέγα δώμα, τότε ο χρυσόρραβδος Ερμής, 'ς το δώμα ενώ κινούσα, εμπρός μου εφάνη ως άγουρος 'π' σκροφυτρόνει τρίχαις, κ' είναι ο καιρός 'που' φαίνεται της νειότης όλ' η χάρι• ήλθε, το χέρι μώσφιξεν, ωνόμασέ με κ' είπε• 280 «πάλιν, ω δύστυχε, πού παςτα όρη μέσα μόνος, του τόπου ανήξερος; κ' εδώτης Κίρκης τους κρυψιώναις τους στερεούς οι φίλοι σου 'σαν χοίρ' είναι κλεισμένοι• και αυτούς να λύσης συ θα πας κει μέσα• αλλά πιστεύω δεν θα γυρίσης, αλλ' αυτού θα μείνης 'που 'ναι οι άλλοι. 285 αλλ' από τέτοιον όλεθρον εγώ θα σε λυτρώσω• έμπα με τούτο το καλό βοτάνι, οπού σου δίδω, της Κίρκης μες τα δώματα, και αυτό θα σε φυλάξη. και όλα τα ολέθρια θα σου ειπώ σοφίσματα της Κίρκης• μίγμα θα φθειάση και εις αυτό βοτάνια θα σου ρίξη• 290 αλλά τα μάγια της εσέ να πιάσουν δεν θ' αφήση το βότανό μου το καλό• και μάθε τ' άλλ' ακόμη• άμ' έλθ' η Κίρκη με μακρύ ραβδί να σε κτυπήση, απ' το πλευρό σου σύρ' ευθύς τ' ακονητό σπαθί σου, 'ς την Κίρκη ρίξου ως άνθρωπος, 'που αίμα ορμά να χύση• 295 θα φοβηθή, και θα σου ειπή να κοιμηθής μαζή της• πρόσεχε τότε, της θεάς μην αρνηθής την κλίνη, τους φίλους σου όπως λύση αυτή και σε καλοξενίση• αλλά να ομόση ζήτησε θεών των μέγαν όρκο, ότι άλλο ενάντια σου κακό δεν θα σκεφθή κανένα, 300 μήπως ανδρειά και δύναμιν, ως γυμνωθής, σου πάρη».

Διότι ο νους αποπλανώμενος από ευφράδεις λόγους δεν ακούει, ούτε τα λεγόμενα ταύτα προσεγγίζουσι την ουσίαν, αλλ' εις μεν επίδειξιν και λέξεων ωραιότητα συντελούσιν, υστερούσιν όμως της αληθείας, τα παθήματα δε δεν ανέχονται σοφίσματα, αλλ' αρκούνται εις μόνους τους δυναμένους να φθάσουν μέχρι της ψυχής λόγους.

Αλλ' ημείς πρέπει ν' αποδείξωμεν το εναντίον, ότι προς μεγίστην ευτυχίαν αυτών δίδεται παρά των θεών η τοιαύτη μανία· η δε απόδειξις ακριβώς τούτου Θα είναι εις μεν τους δεινούς εις σοφίσματα απίστευτος, εις δε τους αληθείς σοφούς πιστευτή· πρέπει λοιπόν πρώτον διά να νοήσωμεν την αλήθειαν, να εξετάσωμεν την φύσιν της θείας και ανθρωπίνης ψυχής διά της παρατηρήσεως των παθήσεων και των ενεργειών αυτής· αρχή δε της αποδείξεως είναι η εξής.

Από τέτοιες άσκοπεςας τις πούμεμελέτες ξεφύτρωσε τέλος στη μέση κι ο Άρειος κ' η Αίρεση του, που πήγε να την πνίξη τη θρησκεία μέσα σε θεωρίες και σε σοφίσματα που κανένας λαός δεν μπορούσε να βγάλη όφελος από τέτοια, αφού δα μήτε να τα καλονοιώση δεν μπορούσε.

ΑΜΛΕΤΟΣ Εδώ έχομε ένα άλλο· διατί αυτό να μην είναι το καύ- καλο ενός δικηγόρου; Πού είναι τώρα η ακριβολογίαις του, η λεπτολογίαις του, τα προηγούμενά του, τα κατοχικά του ζητήματα και τα σοφίσματά του; Πώς υποφέρει τώρα να του κοπανίζη το κεφάλι τούτος ο κακούργος μ' ένα βρώ- μιο φτυάρι, και δεν του κάμνει μήνυσιν διά σωματικά τραύματα; Ουφ!

Τι προς αυτόν, αν οι περισσότεροι όροι εις τον κόσμον παραβαίνονται ή εκτελούνται μόνον εκείνοι όσοι αποβλέπουν εις των ισχυρών την ωφέλειαν, αν μερικοί σκόπελοι εξ ανάγκης παρακάμπτωνται, υπερπηδούνται· αυτά ως επί το πλείστον είνε σοφίσματα και αυτός δεν είνε σοφιστής.

Είπε, και αυτής τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία, 205 άμα της είπε ασάλευτα γνωρίσματ' ο Οδυσσέας· έκλαψεν, έδραμεαυτόν, κ' έρριξε ταις αγκάλαιςτον τράχηλόν του, εφίλησε την κεφαλή του κ' είπε· «Μη, Οδυσσέα, μ' οργισθής, συ των θνητών ο πρώτος εις κάθε σκέψιν· οι θεοί κακά μας εμοιράναν· 210 οι φθονεροί δεν θέλησαν την νειότη να χαρούμε αχώριστοι, ως να φθάσουμετου γήρατος την θύρα. τώρα μη μου χολεύεσαι, 'ς εμέ να μη θυμώσης, ότι άμα σ' είδα ταις χαραίς δεν σώκαμ', όπως τώρα· ξεύρεις, 'ς τα στήθη πάντοτε μου τρόμαζε η καρδία 215 μήπως κανένας των θνητών με λόγια μ' απατήση, ότι πολλοί σοφίσματα κακόβουλα οργανίζουν· ουδ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα, ήθελε πέσει ερωτικάανθρώπου ξένου αγκάλαις, αν γνώριζ' ότι τ' άφοβα των Αχαιών αγόρια 220 οπίσω θα την έπαιρναν εις την γλυκειά πατρίδα.

Κ' οι δύο κείνοι, την γλυκειάν αγάπη αφού χαρήκαν, 300 με ηδονή λόγους πολλούς ελέγαν μεταξύ τους. έλεγεν όσα υπόφερετο σπίτ' η γυνή θεία, την πάγκακη συνάθροισι να βλέπη των μνηστήρων, οπ' εξ αίτιας της πολλούς μόσχους και αρνιά παχεία έσφαζαν και από το κρασί τους πίθους αδειάζαν. 305 και πάλιν ο διογέννητος της έλεγε Οδυσσέας, πόσους ερήμωσε θνητούς και πόσ' έπαθ' εκείνος. άκουε κείνη με ηδονή και δεν της έπεφτ' ύπνοςτα βλέφαρα, πριν όλ' αυτός με τάξιν ιστορήση. και άρχισε πώς τους Κίκοναις ενίκησε, κατόπι 310 πώς έφθασετην κάρπιμη των Λωτοφάγων χώρα, πόσ' έπραξεν ο Κύκλωπας, και αυτός πώς εκδικήθητον άσπλαχνον 'που του 'φαγε τους ποθητούς συντρόφους·τον Αίολο πώς έφθασε, 'που ολόψυχα τον δέχθη, και τον προβόδατην γλυκειά πατρίδα του, αλλά μοίρα 315 δεν ήτο ακόμη, και άνεμος σφοδρός τον πήρε πάλι εις τα ιχθυοφόρα πέλαγα τον αναστεναγμένον. πώς πήγετην Τηλέπυλη των Λαιστρυγόνον χώρα, 'που σύντριψαν τα πλοία του και τους λαμπρούς συντρόφους όλους· και αυτός μ' ολόμαυρο καράβι εσώθη μόνος· 320 της είπ' όσα σοφίσματα και δόλους είχε η Κίρκη·του Άδη πώς κατέβηκε τ' αραχνιασμένο δώμα, να ερωτήση την ψυχή του μάντη Τειρεσία, με καράβι πολύσκαρμο κ' είδ' όλους τους συντρόφους, και κείνην 'που τον γέννησε και γλυκανάστησέ τον. 325 το λάλημα πώς άκουσε των ηχηρών Σειρήνων·ταις Πλαγκταίς Πέτρας, 'ς την δεινή Χάρυβδι, πώς ευρέθη, 'ς την Σκύλλα, οπού δεν πέρασε θνητός χωρίς να πάθη· οι σύντροφοι πώς φόνευσαν τα βώδια του Ηλίου· πώς με φλογώδη κεραυνόν ο υψηλοβρόντης Δίας 330 του 'σχισε το καράβι του, κ' οι σύντροφ' οι γενναίοι χαθήκαν όλοι, κ' έφυγε την μαύρη μοίρα μόνος·την Καλυψώ πώς έφθασε, 'ς την νήσον Ωγυγία, πώς τον κρατούσε, και άνδρα της επόθει να τον κάμη, 'ς τα κοίλα σπήλαια, κ' έτρεφεν αυτόν και γνώμην είχε 335 αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήση· αλλά ποτέ δεν έπειθετα στήθη την ψυχή του· πώς έφθασετους Φαίακαις, πολύ βασανισμένος· πώς ως θεόν ολόψυχα τον τίμησαν εκείνοι, και, αφού χρυσάφι, αφού χαλκόν κ' ενδύματα του δόσαν, 340 με καράβι τον έστειλαντην ποθητήν πατρίδα. και άλλο δεν είπε, ως έπεσεαυτόν ο γλυκύς ύπνος και όλα τα μέλη του 'λυσε και της ψυχής τα πάθη.

Και ο άνεμος εκόπασε, και έφθασαν εις την όχθην. Και όλοι κατελήφθησαν υπό βαθυτέρας εκπλήξεως, καί τινες τούτων έκραξαν, «Αληθώς, Συ ει ο Υιός του Θεού». Ας σταθώμεν προς στιγμήν επί της θαυμασίας διηγήσεως, ίσως εξ όλων των άλλων της δυσκολωτέρας διά την ασθενή πίστιν μας και την κατάληψίν μας. Τοιαύτα σοφίσματα είνε μάταια και περιττά.