United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σε ξαναέχω, κόρη μου; Διά να μας χωρίσουν τον κεραυνόν εξ ουρανού αν ημπορούν ας φέρουν! Ω, στέγνωσε τα 'μάτια σου! — Η λώβα να τους φάγη και κρέατα και κόκκαλα, να τους ψοφήση η πείνα, πριν τρέξουν εξ αιτίας των τα δάκρυά μας!... Έλα! Άκουσ' εμένα. Το χαρτί οπού σου δίδω πάρε και φύλαξέ το. Πήγαινετην φυλακήν μαζί των. Ένα βαθμόν σ' ανύψωσα.

ΖΕΥΣ. Και εις ημάς δεν αφήνεις τίποτε, αλλ' εις μάτην λοιπόν είμεθα θεοί και ούτε πρόνοιαν τινά εις τα πράγματα του κόσμου εξασκούμεν, ούτε των θυσιών είμεθα άξιοι, ως αληθινά τρύπανα και σκεπάρνια; Αλλ' έχεις δίκαιον να με καταφρονής, διότι ενώ έχω, ως βλέπεις, τον κεραυνόν έτοιμον, σε ανέχομαι να λέγης τόσα εναντίον μας.

ΚΥΝ. Κτύπα, ω Ζευ, εάν μου είνε πεπρωμένον ν' αποθάνω κεραυνόπληκτος, και δεν θα κατηγορήσω σε διά το κτύπημα, αλλά την Κλωθώ, η οποία διά σου θα με πλήξη. Ούτε τον κεραυνόν θα θεωρήσω αίτιον του τραύματος. Αλλά θ' απευθύνω μίαν ερώτησιν εις εσέ και την Ειμαρμένην, συ δε θα μου αποκριθής και αντ' εκείνης• διότι η απειλή σου μου έφερεν εις την μνήμην αυτήν την σκέψιν.

Κ' οι δύο κείνοι, την γλυκειάν αγάπη αφού χαρήκαν, 300 με ηδονή λόγους πολλούς ελέγαν μεταξύ τους. έλεγεν όσα υπόφερετο σπίτ' η γυνή θεία, την πάγκακη συνάθροισι να βλέπη των μνηστήρων, οπ' εξ αίτιας της πολλούς μόσχους και αρνιά παχεία έσφαζαν και από το κρασί τους πίθους αδειάζαν. 305 και πάλιν ο διογέννητος της έλεγε Οδυσσέας, πόσους ερήμωσε θνητούς και πόσ' έπαθ' εκείνος. άκουε κείνη με ηδονή και δεν της έπεφτ' ύπνοςτα βλέφαρα, πριν όλ' αυτός με τάξιν ιστορήση. και άρχισε πώς τους Κίκοναις ενίκησε, κατόπι 310 πώς έφθασετην κάρπιμη των Λωτοφάγων χώρα, πόσ' έπραξεν ο Κύκλωπας, και αυτός πώς εκδικήθητον άσπλαχνον 'που του 'φαγε τους ποθητούς συντρόφους·τον Αίολο πώς έφθασε, 'που ολόψυχα τον δέχθη, και τον προβόδατην γλυκειά πατρίδα του, αλλά μοίρα 315 δεν ήτο ακόμη, και άνεμος σφοδρός τον πήρε πάλι εις τα ιχθυοφόρα πέλαγα τον αναστεναγμένον. πώς πήγετην Τηλέπυλη των Λαιστρυγόνον χώρα, 'που σύντριψαν τα πλοία του και τους λαμπρούς συντρόφους όλους· και αυτός μ' ολόμαυρο καράβι εσώθη μόνος· 320 της είπ' όσα σοφίσματα και δόλους είχε η Κίρκη·του Άδη πώς κατέβηκε τ' αραχνιασμένο δώμα, να ερωτήση την ψυχή του μάντη Τειρεσία, με καράβι πολύσκαρμο κ' είδ' όλους τους συντρόφους, και κείνην 'που τον γέννησε και γλυκανάστησέ τον. 325 το λάλημα πώς άκουσε των ηχηρών Σειρήνων·ταις Πλαγκταίς Πέτρας, 'ς την δεινή Χάρυβδι, πώς ευρέθη, 'ς την Σκύλλα, οπού δεν πέρασε θνητός χωρίς να πάθη· οι σύντροφοι πώς φόνευσαν τα βώδια του Ηλίου· πώς με φλογώδη κεραυνόν ο υψηλοβρόντης Δίας 330 του 'σχισε το καράβι του, κ' οι σύντροφ' οι γενναίοι χαθήκαν όλοι, κ' έφυγε την μαύρη μοίρα μόνος·την Καλυψώ πώς έφθασε, 'ς την νήσον Ωγυγία, πώς τον κρατούσε, και άνδρα της επόθει να τον κάμη, 'ς τα κοίλα σπήλαια, κ' έτρεφεν αυτόν και γνώμην είχε 335 αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήση· αλλά ποτέ δεν έπειθετα στήθη την ψυχή του· πώς έφθασετους Φαίακαις, πολύ βασανισμένος· πώς ως θεόν ολόψυχα τον τίμησαν εκείνοι, και, αφού χρυσάφι, αφού χαλκόν κ' ενδύματα του δόσαν, 340 με καράβι τον έστειλαντην ποθητήν πατρίδα. και άλλο δεν είπε, ως έπεσεαυτόν ο γλυκύς ύπνος και όλα τα μέλη του 'λυσε και της ψυχής τα πάθη.

Ουδεμία πράξις υπάρχει, την οποίαν δεν περιβάλλει κατά συνθήκην έν ιδεώδες· ουδέ το έγκλημα εξαιρείται. Όταν βλέπης, ότι μία αλήθεια αρχίζει να προκαλή οργήν ή τρόμον, πίστευε ότι το ήμισυ του προορισμού της έχει ήδη εκπληρωθή. Κατά τα φαινόμενα ούτε ο Θεός ευνοεί πάντοτε τον αθώον, διότι αν ήθελε να τον σώση από τον κεραυνόν, θα έρριπτεν αυτόν μετά την βροντήν.

Είχεν, ως είπον ανωτέρω, εις την πόλιν των Βορυσθενειτών μεγάλην οικίαν και πολυτελή, περί την οποίαν είχον στηθή σφίγγες και γρύπες εκ λευκού λίθου. Εις ταύτην ο θεός έρριψε κεραυνόν. Και η μεν οικία κατεκάη όλη, ο δε Σκύθης ουχ ήττον εξηκολούθησε και ετελείωσε την τελετήν.

Αλλά δεν θέλει· ρίπτει τον κεραυνόν, φονεύει και τον αθώον, κατόπιν δε βροντά, ως εάν λέγη: — Κάπου εφόνευσα άνθρωπον· πηγαίνετε να τον εύρετε και να τον κλαύσετε! Θέλεις να μετρήσης καλήτερον τους οδόντας του διαβόλου; κάμε τον να γελάση. Και η απόλυτος αλήθεια καταντά ουτοπία, εφ' όσον χίλιοι έχουν επί του αυτού αντικειμένου χιλίας ιδέας.

Πλην σ ’ έχω θυγατέρα μου και σάρκα μου και αίμα... ή της σαρκός μου είσαι συ αρρώστια, κι εξ ανάγκης είσαι 'δική μου. Φάγαιναν και πρήξιμον σε είχα. εξάνθημα ’ς το αίμα μου το κακοφορμισμένο! Ας είναι! Δεν επιθυμώ εγώ να σ ’ επιπλήξω. Οπόταν θέλ' η εντροπή ας έλθη μοναχή της· δεν την γυρεύω· δεν ζητώ τον κεραυνόν να πέση ούτε σκοπεύω να κλαυθώτον Δία να σε κρίνη.

Λέγουν, ότι αι υψηλοτέραι κορυφαί αποσπώσι τον κεραυνόν· είνε αληθές, αλλά συ μη φοβήσαι ν' ανέλθης. Διά να σου ρίψη ο άλλος τον κεραυνόν, πρέπει να ήνε υψηλότερον σού· φρόντιζε λοιπόν να τον υπερβής. Το τελειότερον των μέχρι νυν εφευρεθέντων όπλων παρά του ανθρώπου, είνε η λογική του· είνε το μόνον όπλον, διά του οποίου επιτίθεται ισχυρότερον, και αμύνεται ασφαλέστερον.

Αυτά 'πε κείνη, κ' έπιασεν αυτούς αχνή τρομάρα· έτρεμαν και απ' τα χέρια των έφυγαν τ' άρματά των καθώς εφώναξε η θεάτην γην επέφταν όλα, 535 και προς την πόλιν έστρεψαν να σώσουν την ζωή των. εβόησ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, μαζώχθηκεν, ως αετός εχύθ' υψηλοπέτης. τον καπνοβόλον κεραυνόν τότ' έρριξε ο Κρονίδης, κ' έπεσ' εμπρός εις την θεάν, κόρην φρικτού πατέρα. 540 και του Οδυσσέα φώναξεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, στάσου, παύε τον πόλεμον, όμοιο κακόν εις όλους, μη πέσης ήδητην οργή του βροντοφώνου Δία».