United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απεκρίθη η βασιλοπούλα· και πώς θέλεις να θανατώσω ένα που δεν γνωρίζω, και αθώον; Λέγει της έπειτα· τούτο λοιπόν σε δείχνει πταίστριαν· ύστερα γυρίζει προς με· αλλά συ γνωρίζεις αυτήν; Εγώ του απεκρίθην· και πώς να την γνωρίσω, ενώ τώρα μόνον την βλέπω; λοιπόν λάβε αυτό το σπαθί και θανάτωσέ την, εάν δεν την γνωρίζης, και έτσι θέλω σε ελευθερώσει, μου είπε.

Την επιούσαν ο Καραϊσκάκης διώρισεν υπό την οδηγίαν των Σουλιωτών τον Ιωάννην Νοταράν, τον οποίον είχεν ήδη αφήσει ελεύθερον ως αναδειχθέντα αθώον της εις τους Τούρκους γενομένης απιστίας, και τον Μακρυγιάννην, διότι είχεν υπό την οδηγίαν του τους Αθηναίους, οι οποίοι ως έμπειροι των θέσεων εχρησίμευον και ως οδηγοί. Αυτός δε συνεκρότησε το σώμα του από τα λοιπά στρατεύματα.

Εθεώρησε τον ενώπιόν του δεσμώτην ως αθώον και υψίφρονα ονειροπόλον, τίποτε περισσότερον, Και αφήσας τον Ιησούν εκεί, εξήλθε πάλιν προς τους Ιουδαίους, και απήγγειλε την πρώτην εμφαντικήν και ανενδοίαστον αθώωσιν: «Εγώ ουδεμίαν ευρίσκω εν Αυτώ αιτίαν». Αλλ' η δημοσία και αποφασιστική αύτη απόλυσις μόνον ανερρίπισε την μανίαν των εχθρών Εκείνου εις αγριωτέραν ακόμη φλόγα.

Εσκότωσε τον Ύπνον ο Μάκβεθ, τον εσκότωσε τον Ύπνον τον αθώον, αυτόν που το κουβάριασμα ξεπλέκει των φροντίδων, τον θάνατον εις την ζωήν της κάθε μας ημέρας λουτρόν του κόπου, βάλσαμον του νου του πονεμένου, το άρτυμα της φύσεως, τον μέγαν τροφοδότηντου βίου το συμπόσιονΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Τι είν' αυτά που λέγεις;

ΔΙΟΓ. Και εγώ, Φιλοσοφία, ανακαλώ την κατηγορίαν και αναγνωρίζω ότι ο Παρρησιάδης είνε άξιος των μεγαλειτέρων επαίνων. Του λοιπού τον θεωρώ φίλον, διότι είνε εξαίρετος άνθρωπος. ΦΙΛΟΣ. Εύγε, Παρρησιάδη, σε ανακηρύττομεν παμψηφεί αθώον και του λοιπού σε θεωρούμεν ημέτερον.

Όταν επέστρεφεν εις την νεκρώσιμον οικίαν η γραία Χαδούλα, διά να παρευρεθή την εσπέραν εις την παρηγοριάν, — παρηγορίαν καμμίαν δεν εύρισκε να είπη, μόνον ήτο χαρωπή όλη κ' εμακάριζε το αθώον βρέφος και τους γονείς του. Και η λύπη, ήτο χαρά, και η θανή ήτο ζωή, και όλα ήσαν άλλα εξ άλλων. Α! ιδού . . . Κανέν πράγμα δεν είναι ακριβώς ό,τι φαίνεται, αλλά παν άλλομάλλον το εναντίον.

Οπλισθείς με τα ευνοούμενα ρητά του, και εν πάση τη σοβαρότητι της επισήμου υποκρισίας, εγείρεται και επιτιμά το όλως αθώον πλήθος, λέγων ότι ήτο βεβήλωσις του Σαββάτου το να θεραπεύωνται κατά την ιεράν ταύτην ημέραν, ενώ ηδύναντο πολύ καλά να θεραπεύωνται εν πάση άλλη εκ των έξ ημερών της εβδομάδος!

Τώρ' άμε, και των φίλων, 'πού έχεις, τους φρονιμωτέρους όποιους και αν θέλης πάρε, και όταν μας ακούσουν ας μας κρίνουν αυτοί, και αν εύρουν 'πού 'μαι πταίστης, είτε με το δικό μου χέρ' είτε με ξένο, θε να σου παραδώσω το βασίλειό μου, τον θρόνον, την ζωήν μου, και ό,τι και αν μου ανήκη, διά να δικαιωθής· αλλ', αν με ειπούν αθώον, στέρξε να μου χαρίσης την υπομονήν σου, και μαζί θα εργασθούμε διά να λάβης όσην ευχαρίστησιν πρέπει.

Επίστευσεν ίσως ότι έπραττε φιλανθρωπίας έργον, απαλλάττων το αθώον εκείνο πλάσμα μακράς και φρικώδους βασάνου. Ακολούθως κρυβείς εν Ρόδω ο φιλόσοφος ήκουσε την περί της διασώσεως αυτής φήμην. Τότε κατενύγη την καρδίαν, και δελεάσας διά χρημάτων τους φρουρούς εισήλθε διά νυκτός εις το νοσοκομείον, όπου ευρίσκετο η μικρά, ελπίζων να πείση την νοσοκόμον όπως τω αποδώση αυτήν.

Τότε οι μεγιστάνες του βασιλέως που ευρίσκοντο παρόντες ηξεύροντες τον ιατρόν αθώον, μη ηξεύροντες όμως την συκοφαντίαν του βεζύρη, εμεσίτευσαν εις τον βασιλέα διά να μη τον αποκεφαλίση αδίκως, λέγοντες ότι δεν έπταιε και ότι ήτον δίκαιος και καλός· αλλ' ο βασιλεύς σταθερός εις την απόφασίν του προστάζει και δεύτερον διά να τον αποκεφαλίσουν.