United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανέβημεν εις τα ζώα μας και εξεκινήσαμεν. Αι γειτόνισσαι μας έδιδον ευχάς εν αφθονία, χωρίς όμως να φαίνωνται πεπεισμέναι ότι το νοσοκομείον θ' αντικαταστήση του λυσσοχόρτου την έλλειψιν. Εφθάσαμεν εις Αθήνας πολύ αργά· αφήκα τον Χρήστον εις το νοσοκομείον και επέστρεψα νύκτα βαθείαν εις το κελλίον μου. Ταύτα συνέβησαν, καθώς σας είπα, την Δευτέραν. Την Πέμπτην ο Χρήστος επέστρεψεν.

Ήτο η ενδέκατη προ μεσημβρίας, εδέχετο δε καθ' εκάστην από της εννάτης μέχρι της ενδεκάτης και ημισείας. Το πρωί ειργάζετο εις το Νοσοκομείον, μετά μεσημβρίαν δε επεσκέπτετο τους ασθενείς του κατ' οίκον. Η πελατεία του ήτο πολυάριθμος, ουδέ περιωρίζετο μεταξύ των κατοίκων μόνον της πρωτευούσης, καθότι το όνομά του, ως αρίστου οφθαλμιατρού, ήτο γνωστόν και εις τας επαρχίας και εις το εξωτερικόν.

Το έδαφος της πόλεως έστρωσε διά λίθων μεγάλων· έκτισε στοάς και αγοράς και διά ρυμοτομίας καταλλήλου επλάτυνε τας στενάς οδούς, κατεσκεύασεν οχετούς και κρήνας, έπειτα δε ίδρυσε και θέατρον, λουτρώνας και άλλα δημόσια κτίρια· έκτισε δε και νοσοκομείον ανδρών, νοσοκομείον γυναικών και ξενώνας, και μεγαλοπρεπείς ιερούς ναούς.

Έλα αύριον, σε παρακαλώ· ή, καλλίτερα, έλα πρωί πρωί εις το Νοσοκομείον. — Τα βλέπεις τώρα, κυρά; υπέλαβεν η μαγείρισσα, ενώ απέθετε τον βαρύν της δίσκον επί της τραπέζης. Και στρεφομένη προς τον κύριόν της, — Έβγαλα τον λάρυγγα μου, επρόσθεσε, να της λέγω να 'πάγητο Νοσοκομείον και δεν ήθελε να με ακούση.

Ας είμεθα μικροί άνθρωποι, δεν είμεθα της ελεημοσύνης. Του λόγου της θαρρεί ότι αν δεν φορής φράγκικα και καπελίνι δεν είσαι άνθρωπος! Να 'πάγω, λέγει, 'ς το Νοσοκομείον! Όγεσκε, εδώ θα μας ιδή ο ιατρός και ας τον πληρώσω! Και λέγουσα ταύτα έθεσε την χείρα εις τον κόλπον διά να ψαύση το αργύριόν της.

Έκτισε δε ανάκτορα και εις το Ιερείον επί της Ανατολικής όχθης του Βοσπόρου. Πλην τούτων και παλαιόν τινα ξενώνα, κείμενον μεταξύ της Αγίας Σοφίας και της Αγίας Ειρήνης και χρησιμεύοντα ως νοσοκομείον, καταστραφέντα κατά την στάσιν του Νίκα, ανήγειρεν εκ θεμελίων πολύ μεγαλήτερον και ωραιότερον, κτίσας εντός πλήθος μικρών κατοικιών.

Πού ήσουν χθες όλην την νύκτα; ηρώτησεν αποτόμως ο κ. Λευκόπουλος. Και προσέθηκεν ευθύς, βλέπων την ηλλοιωμένην μορφήν του παιδός. — Διατί κλαις; — Ήμουν εις το νοσοκομείον, αυθέντη, απήντησε δειλός ο μικρός υπηρέτης, που . . . πέθανε η θεια μου. — Καϋμένο παιδί! Και πλησιάσας ο κύριος του εθώπευσε πατρικώς την κεφαλήν του παιδός.

Είχε την όψιν ενός νεκρού, αλλ' ήτο σχεδόν όρθιος εις την κάσαν, της οποίας είχε κατά τον τρομακτικόν αγώνα του αφαιρέσει και το κάλυμμα. Μετεφέρθη πάραυτα εις το πλησιέστερον νοσοκομείον, όπου εδήλωσαν ότι είναι ακόμη ζωντανός, αλλ' εις την κατάστασιν ασφυξίας.

Τι δεν είπα διά να τους πείσω να τον στείλουν αμέσως εις Αθήνας, εις το νοσοκομείον. Δεν ήθελαν να το ακούσουν· Λυσσόχορτον και πάλιν λυσσόχορτον! Αυτό ήτο η επιθυμητή πανάκεια, αλλά κανείς εις το χωρίον δεν είχε λυσσόχορτον. — Τι χόρτον είναι τούτο; ηρώτησα διακόψας τον ιερέα. Οι οφθαλμοί όλων των περί την τράπεζαν εστράφησαν διά μιας προς εμέ και ησθάνθην ότι ηρυθρίασα υπό τα βλέμματά των.

Ο Γεώργης ενθυμήθη, ότι είχε τρεις ημέρας να την ιδή την θειάν Βαγγελήν, και λαβών άδειαν μιας ώρας παρά των κυρίων του έδραμεν εις το νοσοκομείον. Ήθελε να ευχηθή περαστικά και καλόν τον νέον χρόνου εις την αγαθήν γραίαν, ησθάνετο δε ο έρημος παις και την ανάγκην θερμών τινων φιλημάτωυ, εξ εκείνων άτινα τόσον εδαψίλευεν εις αυτόν η θεία του.