United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά τρεις ημέρας, εβλέπαμεν ευκρινώς τον ωκεανόν, αλλά γην πουθενά, εκτός των εναερίων χωρών αλλά και αυταί τώρα είχον χρώμα πυρός και εφαίνοντο λάμπουσαι• την δε τετάρτην ημέραν κατά την μεσημβρίαν υποχωρούντος ολίγον κατ' ολίγον του ανέμου, επέσαμεν ελαφρά και χωρίς ορμήν εις την θάλασσαν.

Ένεκα λοιπόν των πολλών τούτων αιτίων πρέπει να είπωμεν κάτι και να μη κοιμηθώμεν κατά την μεσημβρίαν. Φαίδρος Βεβαίως πρέπει να είπωμεν. Σωκράτης Ας εξετάσωμεν λοιπόν την σκέψιν, την οποίαν τώρα ελάβομεν ως προϋπόθεσιν, τι δηλαδή κάμνει ένα λόγον προφορικόν ή γραπτόν καλόν και τι όχι. Φαίδρος Πολύ καλά.

Διά τούτο καταλείπομεν επί του παρόντος το νεόνυμφον ζεύγος, και μεταβαίνομεν εις την οικίαν τον κυρίου Παρδαλού. Η ώρα είνε έκτη μετά μεσημβρίαν και η οικογένεια Παρδαλού, τουτέστιν ο κύριος, η κυρία και τα δύο αυτών τέκνα, μικρά αγόρια 6-8 ετών ηλικίας, κάθηνται περί την τράπεζαν του γεύματος.

Μόνον περί την μεσημβρίαν ήνοιξε τους οφθαλμούς και περιεσκόπησε τον κοιτώνα με έκπληκτον βλέμμα. Δεν ευρίσκετο λοιπόν εις την οικίαν των Αούλων; — Είσαι συ, Ακτή; είπε τέλος διακρίνουσα εις την σκιάν το πρόσωπον της νέας γυναικός. — Εγώ είμαι, Λίγεια. — Είναι βράδυ τώρα; — Όχι, κόρη μου, απόγευμα. — Ο Ούρσος επέστρεψε;

Και μερικοί μεν εξ αυτών των Αιγινητών κατώκησαν εδώ, οι δε λοιποί διεσπάρησαν εις την άλλην Ελλάδα. Κατά το αυτό θέρος και κατά την εποχήν της νέας σελήνης, μόνην στιγμήν καθ' ην δύναται να συμβή το φαινόμενον τούτο, ο ήλιος εξέλιπε μετά μεσημβρίαν και πάλιν ανεπληρώθη ο δίσκος του, αφού έλαβε σχήμα μηνοειδές και εφάνησαν αστέρες τινές.

Όθεν δεν είχον παρέλθει ολίγαι εβδομάδες και το λεπτόν σιδηρούν πέταλον εστράβωσεν ελεεινά, και αντί να δεικνύη μεσημβρίαν εδείκνυε μίαν και ημίσειαν ώραν, κανείς δε δεν είχε φροντίσει εν τω μεταξύ να το διορθώση ή το αντικαταστήση.

Εκεί τέλος παν κόσμημα και παν στολίδιον δυνάμενον να καλλύνη το οπλοστάσιον αυτό του συρμού, όπου αναμένει από της πέμπτης μετά μεσημβρίαν ώρας η οικοδέσποινα, πάνοπλος προς πάσαν ενδεχομένην μάχην φιλαρεσκείας, κενολογίας ή πνεύματος.

Μικρόν μετά την μεσημβρίαν έφθασε μέγα πήλινον γιουβέτσι με χασάπικους μεζέδες, σπληνάντερο και κοιλίτσαις και καρδιαίς, μετά παχείας βορβορόχρου σάλτσας. Εκ της αφορμής ταύτης απεδείχθη ότι καλώς είχε προβλέψει ο κάπηλος, φροντίσας να γεμίση εκ νέου την κενωθείσαν δαμιτζάναν.

Αλλ' ο Βινίκιος δεν έδωσε προσοχήν εις την απάντησιν του στρατιώτου. — Θέλω απλώς να ίδω την Ακτήν, είπε. Και διήλθεν. Αλλά και η Ακτή ευρίσκετο πλησίον του ασθενούς παιδίου, ο δε Βινίκιος ηναγκάσθη να αναμείνη. Η Ακτή ήλθε μόλις περί την μεσημβρίαν. Ο Βινίκιος την έδραξεν από την χείρα και σύρων αυτήν προς το κέντρον του θαλάμου ανέκραξεν: — Ακτή, πού είναι η Λίγεια;

Ουδέποτε άλλοτε αφ' ότου ενυμφεύθη, απέλαυσε την άφατον ευχαρίστησιν, την οποίαν κατά το έτος εκείνο, το πρώτον της επιτροπείας του συζύγου της. Των Βαΐων της έδωσεν ο εφημέριος μια βάια, πρασίνη-πρασίνη και γεμάτη ψωμί, το αρτόχρουν άνθος της. — Ούτε νύφη δεν επήρα τέτοια βάια! Έλεγε προς τον σύζυγόν της την μεσημβρίαν, ότε έτρωγον τον ξαρμυρισμένον ροφόν!