United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν, φίλε μου, τι θα κάμωμεν με όλους αυτούς; Διότι ολίγον κατ' ολίγον επροχωρήσαμεν και χωρίς να το εννοήσωμεν επέσαμεν εις το μέσον αυτών των δύο μερών. Και αν δεν λάβωμεν τα μέτρα μας να φύγωμεν, θα τιμωρηθουμεν καθώς εκείνοι οι οποίοι μέσα εις τας παλαίστρας παίζουν επάνω εις την γραμμήν, και τότε τους σύρουν και από τα δύο μέρη αντιθέτως.

Μας εφαίνετο ότι εβλέπαμεν κάτι ως κτίριον, ως εκκλησία, ως μοναστηράκι· μίαν ακτίνα ωσάν από πυρ κατακλυσμού ανθρώπων αγρυπνούντων, αλλά τον δρόμον δεν τον ευρίσκαμεν· πώς να κατέλθωμεν εκεί; Ησθάνθημεν ότι επέσαμεν δέκα πήχεις κάτω από το επίπεδον όπου ήτο το μικρόν παλαιόν μονύδριον. Εφθάσαμεν εις άβατον. Ούτε εμπρός, ούτε πίσω.

Επέσαμεν και οι δύω κατά γης και ήρχισα να γρονθοκοπώ, να λακτίζω και να δαγκάνω. Ο αντίπαλός μου εξαφνισθείς, αντί να μ' αποδώση τα ίσα, επροσπάθει πολύ μάλλον να σωθή από τας χείρας μου. Ουδέ τούτο όμως θα το κατώρθωνεν, αν δεν έτρεχαν οι μάρτυρες με πολύν κόπον να μας χωρίσουν».

Μετά τρεις ημέρας, εβλέπαμεν ευκρινώς τον ωκεανόν, αλλά γην πουθενά, εκτός των εναερίων χωρών αλλά και αυταί τώρα είχον χρώμα πυρός και εφαίνοντο λάμπουσαι• την δε τετάρτην ημέραν κατά την μεσημβρίαν υποχωρούντος ολίγον κατ' ολίγον του ανέμου, επέσαμεν ελαφρά και χωρίς ορμήν εις την θάλασσαν.

Εγώ και ο άλλος σύντροφός μου ευθύς εβάλθημεν εις φυγήν με μεγάλον φόβον και τρόμον, λέγοντες μεταξύ μας· αλλοίμονον εις ημάς, εχθές είχαμεν μεγάλην χαράν που ελευθερώθημεν από τα άγρια θηρία, τους κύκλωπας και από τα κύματα της θαλάσσης και επέσαμεν τέλος πάντων εδώ εις μεγαλύτερον κίνδυνον.

Αλλά και εις εμέ τον ίδιον φαίνεται, τόρα που το είπες συ, ότι άλλο είναι αυτό το ωραίον ως προς τους νόμους. Σωκράτης. Στάσου ήσυχα, Ιππία μου. Διότι είναι φόβος, ενώ επέσαμεν εις την ιδίαν δυσκολίαν με την προηγουμένην περί του ωραίου, να νομίζωμεν ότι ευρισκόμεθα εις κάποιαν άλλην ευκολίαν. Ιππίας. Πώς το εννοείς αυτό, Σωκράτη μου; Σωκράτης.

Ημείς με το να μην είμεθα ακόμη εβγαλμένοι εις την γην, επέσαμεν ευθύς εις το νερόν εις τον ίδιον καιρόν το θηρίον ανοίγοντας το στόμα του εκατάπιε τον σύντροφόν μου· και εγώ εις αυτό το αναμεταξύ που έτρωγε τον σύντροφόν μου, έπιασα την γην πλέοντας, και ούτως εγλύτωσα από τον κίνδυνον του θηρίου.

Θεαίτητος. Πώς δεν χρειάζεται επιστήμη και ίσως μάλιστα η ανωτέρα; Ξένος. Πώς λοιπόν θα την ονομάσωμεν, καλέ Θεαίτητε, αυτήν πάλιν; Ή μήπως, δι' όνομα θεού δεν αντελήφθημεν, ότι επέσαμεν εις την επιστήμην των αμερολήπτων, και ενώ ζητούμεν να συλλάβωμεν τον σοφιστήν σχεδόν ευρήκαμεν προηγουμένως τον φιλόσοφον; Θεαίτητος. Πώς το εννοείς αυτό; Ξένος.

Υπάγετε τώρα, παιδία μου, ησυχάσατε... μη κλαίετε πλέον... θέλομεν ανταμωθή πάλιν... αν όχι επί της γης... βεβαίως όμως εις τον ουρανόν. » Ταύτα ειπών εσιώπησεν· ημείς δε οδυρόμενοι επέσαμεν επί της κλίνης του, καταφιλούντες τας χείρας του· ο δε γέρων και πάλιν μας ησπάζετο και μας ηυλόγει. Αλλ' εισελθών ο ιατρός, και ιδών την συγκινητικήν εκείνην σκηνήν, μας προσεκάλεσε να εξέλθωμεν.

Εις το αναμεταξύ που εκείνος ο άνομος εφέρετο εις θάνατον, επέσαμεν η Τζελίκα και εγώ εις τους πόδας του βασιλέως, και τους εκαταβρέχαμεν με τα δάκρυά μας, ευχαριστώντας την μεγάλην του ευσπλαγχνίαν που εις ημάς έδειξεν· έπειτα σηκωνόμενοι εμισεύσαμεν με την Καλεκάρην και Καμπούρ, και ήλθαμεν εις την κατοικίαν που ήμουν, και εκεί εμείναμεν ευφραινόμενοι την ελευθερίαν μας.