United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' η επιχείρησις αυτή με φαίνεται ολίγον δύσκολος, θα έλεγα μάλιστα αδύνατος, αν δεν είχον ακούσει ότι εφευρέθη εσχάτως ο τρόπος του να εξηγώνται τα χρώματα εις τους τυφλούς. Τούτο μόνον λοιπόν σας λέγω, ότι αν ησπάζετο ο συγγραφεύς τας αρχάς της Αγ. όπερ ελευθέρως μεταφραζόμενον σημαίνει, κ εκδότα, ότι βλέπετε άσπρους τους κόρακας και μαύρα τα περιστέρια.

Αν ο νέος Βάσιγκτων, μη αγαπών την μητέρα του, δεν υπήκουεν εις τα μητρικά δάκρυα της, αλλ' ησπάζετο το ριψοκίνδυνον στάδιον του ναύτου, και βίον ίσως άσημον και δυστυχή ήθελε ζήσει, και δυστυχέστερον ίσως θάνατον εντός των κυμάτων ήθελεν ευρεί, και την πατρίδα του δεν ήθελεν ελευθερώσει, και το όνομά του δεν ήθελεν απαθανατίσει. Αγαπάτε λοιπόν και σεις, παιδία μου, τους γονείς σας.

Οι Θράκες δούλοι ήρπασαν τον γέροντα, τον εξήπλωσαν επί οκρίβαντος, τον έδεσαν με τα σχοινία και ήρχισαν με τας λαβίδας των να τσιμπούν τα κατεσκληκότα προκνήμια. Αλλ' εκείνος, ενώ τον έδενον, ησπάζετο ταπεινώς τας χείρας των, έπειτα έκλεισε τους οφθαλμούς και έμεινεν ακίνητος, ως νεκρός. Έζη ακόμη, και, όταν ο Τιγγελίνος έκυψε προς αυτόν και πάλιν, και τον ηρώτησε: — Θα αναιρέσης;

Τον συνεβούλευσε λοιπόν να εξασθενίση πρώτον τους μεν διά των δε, και αφού περικόψη τοιουτοτρόπως όσον ηδύνατο περισσότερον την δύναμιν των Ελλήνων να στραφή τότε κατά των Πελοποννησίων και να εκδιώξη αυτούς εκ της βασιλικής χώρας. Ο Τισσαφέρνης ησπάζετο κατά το πλείστον τα σχέδια ταύτα, όσον δυνάμεθα τουλάχιστον να κρίνωμεν εκ των πράξεών του.

Έπειτα δεν γνωρίζω πώς μου προσεκολλήθη το γένος των σοφιστών, το οποίον ούτε ησπάζετο κατά βάθος την διδασκαλίαν μου, αλλ' ούτε και εντελώς την απέκρουεν, αλλ' όπως το γένος των Ιπποκενταύρων απετέλουν κάτι τι σύνθετον και μικτόν, μεταξύ αγυρτείας και φιλοσοφίας πλανώμενον, ούτε εις την άγνοιαν τελείως προσκολλώμενον, ούτε προς εμέ δυνάμενον να βλέπη ατενώς• αλλ' όπως οι ασθενείς την όρασιν, έβλεπον ασαφές και σκοτεινόν τι φάντασμα ή ενίοτε μόνον την σκιάν μου, και εν τοσούτω ενόμιζον ότι ενόουν τα πάντα ακριβώς.

Ήλθε και μας ανέβασε προς τα επάνω, και μας ωδήγησεν εις την Παναγίαν την Κεχριάν. Ο Γούμενος, νεαρός ρασοφόρος, τον οποίον είχε στείλει ο νεοχειροτόνητος Επίσκοπος, είχε κοιμηθή, αφού έκαμε τον εσπερινόν, διαρκέσαντα ως την δεκάτην ώραν. Ήτο παρά μικρόν μεσάνυκτα, όταν εφθάσαμεν. Ο Γούμενος δεν εγνώριζε τα παλαιά έθιμά μας, και δεν τα ησπάζετο.

Η Γιούθα, ήτις και μετά την τελευταίαν ταύτην συμφοράν έμεινε πιστή τω ηκρωτηριασμένω συζύγω, επειράτο παντοιοτρόπως ν' ανακουφίση τας θλίψεις του. Οσάκις εξύπνων την νύκτα προσήλωνεν εις αυτήν μετά ματαίου πόθου τον ένα απομείναντα οφθαλμόν και έκλαιε την στέρησιν των τέκνων του και των πρώην ηδονών ησπάζετο αυτόν λέγουσα, «Καθ' ημέραν ανάπτω λαμπάδα προ της εικόνος του Αγίου Πατέρνου.

Ησπάζετο εν μετανοία την χείρα του διδασκάλου, οσάκις εκείνη δεν προκατελάμβανε βιαίως την παρειάν του, και επανήρχετο ούτως ή άλλως εις την θέσιν του, διά να αρχίση ευκαιρίας δοθείσης τα ίδια. Της αριθμητικής το θέλγητρον ήτο εντελώς διάφορον διά τον Αλέξανδρον.

Η Πομπονία περιπτυχθείσα διά των βραχιόνων της τον τράχηλον του συζύγου της συνεθλίβετο επάνω του και τα μελανιασμένα χείλη της εψιθύριζον μυστηριώδεις λέξεις. Η Λίγεια, ωχρά ως σινδόνη, του ησπάζετο τας χείρας. Ο μικρός Άουλος εκρεμάτο από την τήβεννόν του. Εξ όλων των μερών της οικίας εξήρχοντο σμήνη δούλων αμφοτέρων των φύλων. Αι γυναίκες έκλαιον και ολόλυζον.