United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εάν η Έστερ ανοίξει το στόμα της να πει κάτι, εκείνη την κοιτάζει με τέτοιο φοβερό βλέμμα, που της κόβεται η μιλιά.» «Το ίδιο και μ’ εμένα», είπε ο Έφις. «Ακριβώς το ίδιοΚαι ένοιωσε σχεδόν ανακούφιση, επειδή η ανάμνηση των ματιών της Νοέμι τον καταδίωκε χειρότερα απ’ ό, τι η παλιά του τύψη. «Άκουσέ με τώρα. Αφού από εκείνες δεν μπορούμε να μάθουμε τίποτα, πήγα και ρώτησα την Καλίνα.

Όταν ένας γιατρός σου λέη ότι θα βοηθήση, θα συνδράμη, θ' ανακουφίση τη φύσι, θα της βγάλη ό,τι τη βλάπτει και θα της δώση ό,τι της λείπη, θα την εδραιώση, θα διευκολύνη τας λειτουργίας της· όταν σου λέη ότι θα καθαρίση το αίμα . . . θα καταπραΰνη τα εντόσθια και τον εγκέφαλο, θα ξεπρήξη τη σπλήνα, θα τονώση το στήθος, θα επισκευάση το ήπαρ, θα δυναμώση την καρδιά, θα επαναφέρη και θα διατηρήση τη φυσική θερμοκρασία και ότι γνωρίζει μυστικά που μπορεί να παρατείνη τη ζωή για πολλά χρόνια, σου λέει απλούστατα το παραμύθι της ιατρικής.

Αλγεινή υπήρξεν η είδησις και δι' ημάς, οίτινες την ανεκοινώσαμεν εις τον ατυχή ποιητήν, και διά τον πατέρα του. Ενώ ήρχιζε να προσμειδιά αυτώ η τύχη, διότι εκτός της μισθοδοσίας του και εκ των έργων του θα απελάμβανε και έμελλε ν' ανακουφίση την οικογένειάν του, επανήλθε εξαίφνης εις την οδόν της ατυχίας. Μετ' ολίγους δε μήνας εξεδηλούτο η υποσκάψασα την υγείαν του νόσος.

Όταν τώπαιζα με τόση λαχτάρα στο πιάνο, εδώ και τόσα χρόνια, γύρευα στο σπαραγμό του μιαν ανακούφιση για ένα δικό μου πόνο. Θυμάσαι τη Βέρα, γιατρέ; ΜΗΣΤΡΑΣΤην πρώτη σου αγάπη στην Κηφισσιά; Πώς δε θυμάμαι; Μια δυστυχισμένη αγάπη. Το πείσμα ενός πατέρα . . . ΦΛΕΡΗΣ — Κ' η αδυναμία η δική μου, γιατρέ. Μούλειψε η δύναμη ναρπάξω με τα χέρια μου την ευτυχία που μούστειλε ο ουρανός.

Και κει που μιλούσαμε, άρχισε να μου έρχεται ο πόνος, έτσι σαν από το μάκρος. Ήξερα πως θα έφτανε τέλος, πως θα έφτανε με ανακούφιση. Μα δεν μπορούσε ακόμα να νικήση τη γαλήνη, που με κυρίεψε και που τη φύλαξα ακόμα κι όταν βγήκε ο γιατρός από την κάμαρα της άρρωστης και μου είπε όλα εκείνα, που τα γνώριζα πια. Πριν όμως έρθη ο γιατρός, δυνατές κραυγές με κάμανε νανεβώ στην κρεβατοκάμαρα.

Και η Αφέντρα, κ' εκείνη, εμβλέπουσα εν τη μοναξία μέσα της, καθημένη απέναντι εις το ωραίον εικόνισμα, το Τριμόρφι, ησθάνετο την ανάγκην ν' ανακουφίση την συνείδησίν της.

Σαυτά τα γράμματα χρωστώ μεγάλη χάρη, γιατί με την παρηγοριά και την ανακούφιση που μούδωκαν στις τρικυμίες κείνες της εφηβικής μου καρδιάς, με στήριξαν και με βοήθησαν να περάσω τον καιρό που μούμενε μέχρι των εξετάσεων και των θερινών διακοπών. Δε μπόρεσαν όμως να με βοηθήσουν και στα μαθήματα και τη χρονιά κείνη με δυσκολία τα κατάφερα να προβιβασθώ.

Η Γιούθα, ήτις και μετά την τελευταίαν ταύτην συμφοράν έμεινε πιστή τω ηκρωτηριασμένω συζύγω, επειράτο παντοιοτρόπως ν' ανακουφίση τας θλίψεις του. Οσάκις εξύπνων την νύκτα προσήλωνεν εις αυτήν μετά ματαίου πόθου τον ένα απομείναντα οφθαλμόν και έκλαιε την στέρησιν των τέκνων του και των πρώην ηδονών ησπάζετο αυτόν λέγουσα, «Καθ' ημέραν ανάπτω λαμπάδα προ της εικόνος του Αγίου Πατέρνου.