United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Εγέννησεν αρσενικό παιδί, και μη φοβάσαι. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Ποιός; η Βουλή; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Όχι, καλέ• η φίλη μου που εγέννα. Μα η Βουλή μαζώχθηκε; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Δεν στάχω ειπωμένα από τα χθες; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Θυμάμαι, ναι. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Δεν έφθασε ως ταυτιά σου μία είδησις; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μα το Θεό, δεν ξέρω. . . ΒΛΕΠΥΡΟΣ Άιντε χάσου και κάτσε μάσσαγε σουπιές, που ξέρεις τι σου γίνεται.

Τον θεωρούσε πάντα απλοϊκό άνθρωπο. «Που…. που συμφωνείτε όλες για τον ερχομό του Τζατσιντίνο;» «Ναι, είμαι ευχαριστημένη. Έτσι έπρεπε να γίνει.» «Είναι καλό παιδί. Θα πλουτίσει. Πρέπει να του αγοράσουμε ένα άλογο. Όμως…..» «Όμως;» «Δεν πρέπει να τον αφήσουμε πολύ ελεύθερο, στην αρχή. Τα παιδιά είναι πάντα παιδιά… Θυμάμαι όταν ήμουν παιδί.

Και ο Γκρεγκόριο Τζορντάνο από το Ντουάλκι, όμορφος νέος κοκκινομάλλης ντυμένος σαν τροβαδούρος ίσιωνε τα μακριά μαλλιά του και με τα δυο χέρια, τα τραβούσε πίσω στο σβέρκο και τραγουδούσε θρηνολογώντας σχεδόν σαν μια μοιρολογίστρα: Φτάνει, δεν μπορώ πια να σας ανιστορήσω, Για ό, τι θυμάμαι θα σας μιλήσω. Μακάρι οι Ιταλοί πάντα να νικούν, Και όλη την Αφρική να κατακτούν.

ΜΙΡ. Μάλιστα, αφέντη, θυμάμαι. ΠΡΟΣΠ. Ωσάν τι θυμάσαι; άλλην κατοικίαν, ή άλλους ανθρώπους; Εικόνισέ μου το καθετί, που η μνήμη σου έχει φυλάξει. ΜΙΡ. Είναι πέρα, πέρα, και κάλλια ως όνειρο παρ' ως πράμμα βέβαιο, που ν' αναπαύεται στην ενθύμησή μου. Δεν είχα έναν καιρό πέντ' έξη γυναίκες οπού μ' επρόσεχαν; ΠΡΟΣΠ. Τες είχες, και περισσότερες.

Μπήκα το λοιπόν, και από κάμαρα σε κάμαρα, μπρος ο δούλος πίσω εγώ, βρέθηκα μπροστάτον κυρ Αγησίλαο. Τι σπίτι, καϋμένη Μαριώ! Καλά που έβαλα τα καινούργια μου παπούτσια. — Ουφ, καϋμένε . . . λέγε τι σου είπε, και άφησε της φλυαρίαις. — Τι μου είπε; και θυμάμαι θαρρείς; Τι κάνουμε, πώς περνούμε, πόσα παιδιά έχομε . . . αν είμαστε στενοχωρημένοι, χίλια δυο.

Θυμάμαι με πόσο πόνο, σαν αυτοχτόνησε ο Περικλής Γιαννόπουλος, μούπε τα βαθιοστόχαστα τούτα λόγια: ― Πάει κι αυτός! Κρίμα!... Κ' είμαστε τόσο λίγοι!..

Το δωμάτιο ήταν σχεδόν σκοτεινό, αλλά θυμάμαι ότι, μόλις κάποια πόρτα άνοιγε, το κόκκινο πάτωμα γυάλιζε σαν να το είχαν πλύνει με αίμα. Περίμενα ώρα πολλή. Επιτέλους ο λιμενάρχης επέστρεψε. Ήταν με τη σύζυγό του, σωματώδη όπως εκείνος, καλόκαρδη όπως εκείνος. Έμοιαζαν με δυο τεράστια μωρά∙ γελούσαν δυνατά. Η κυρία άνοιξε τις πόρτες για να με δει καλύτερα. Εγώ έβηχα και χασμουριόμουν.

Έπειτα απάντησε: «Ναι, την τελευταία φορά που μου μίλησε, θυμάμαι που του είπα: «Αν ποτέ ξαναϊδώ το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, ούτε πύργος, ούτε φρούριο, ούτε διαταγή Βασιλική θα μ' εμποδίσουν να κάνω το θέλημα του φίλου μου κι' ας είναι φρονιμάδα ή τρέλλα. — Βασίλισσα, σε δυο μέρες η Αυλή θαφήση το Τινταγκέλ για τον Άσπρο Κάμπο.

Έτσι τους έχουμε ακουστά και των παλιών αρχόντων τους μύθους, σαν τους έπιαναν θυμοί πεισματωμένοι· 525 με λόγια τους μαλάκωνες, τους γύρναες με περκάλια. Θυμάμαι μια ιστορία εγώπολύ παλιά, όχι τώραπώς έγινε, και θα την πω να δείτε, αδρέφια, εδώ όλοι.

ΒΑΚΧΙΣ. Τι λες; δεν ζη πια μαζή σου, αλλ' έμπλεξε πάλι μ' εκείνην που έγεινε αφορμή νάρθη στα μαχαίρια με τους γονείς του; Γι' αυτήν δεν ηθέλησε να πάρη εκείνην την πλουσίαν που είχε, ως έλεγαν, προίκα πέντε τάλαντα. Θυμάμαι που μου τάλεγες.