United States or Israel ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όθεν, βασίλισσα, λέγει μίαν ημέραν της Κεριστάνης, εγώ επεθύμισα να ξαναϊδώ το βασίλειόν μου· διά τούτο δος μου σε παρακαλώ θέλημα, διά να πηγαίνω να ξαναεύρω τον λαόν μου, οι οποίοι από πολύν καιρόν με νομίζουν διά χαμένον, και αφού βάλω τα πράγματά μου εις τάξιν, πάλιν θέλω ξαναγυρίσει.

Μα πώς, ω Γαντζάδα, είπα της γυναικός μου δεν γνωρίζεις εις εμέ την μορφήν εκείνου του Αμπουλβάρη που αγάπησες και σε αγάπησε με τόσην προθυμίαν; Αχ! πόσον με κάνει δυστυχισμένον η τύχη μου, αλλοί εις εμέ, δεν ήλπιζα ποτέ να με δεχθής με τόσην σκληρότητα εις τον γυρισμόν μου· πόσον κακώς μου ανταποκρίνεσαι εις την ανυπομονησίαν που είχα διά να σε ξαναϊδώ.

Νέε, μου λέγει η βασιλοπούλα, χθες μου επροξένησες πολλήν ηδονήν με τα τραγούδια σου και με τους χορούς σου· διά τα οποία επεθύμησα διά να σε ξαναϊδώ.

Εγώ ματαίως τον εκαρτέρεσα εκεί όλην εκείνην την ημέραν, και την ερχομένην νύκτα· τότε απελπιζόμενος διά να τον ξαναϊδώ, έκαμα να αντηχολογήση το νησί από τα παράπονά μου και από τα μεγάλα μου κλάματα.

Είτανε πια νύχτα, και δεν μπορούσα να βρω αφορμή να πάγω, ας είναι κι απ' έξω από το σπίτι της, να βρεθώ άλλη μια στιγμή πιο κοντά της. Πάει πια, δε θα την ξαναϊδώ την Ελένη! Και μήτε την ξαναείδα... Δεν ξέρω πώς τα βάσταξε τα βάσανα του μοναστηριού.

Οι νόμοι μας ήθελαν ότι, διά τιμωρίαν της επιορκίας σου, θα ήθελα σταθή μακράν από λόγου σου εις διάστημα δέκα χρόνων, και αυτοί ομοίως δεν μου έδιναν το θέλημα διά να σε ξαναϊδώ, ανίσως και εις τούτο το διάστημα των δέκα χρόνων δεν μου ήθελες σταθή πιστός· διά το οποίον οπόταν σε απαραίτησα δεν το επίστευα πλέον να σε μεταϊδώ, διατί δεν ελόγιαζα πως οι υιοί του Αδάμ να είναι αρκετοί μιας τοιαύτης μακρυνής εμπιστοσύνης και σταθερότητος.

Εχαιρόμουν που ελευθέρωσα την ζωήν μου από τα κύματα της θαλάσσης και από τον Αφρικόν, εθλιβόμουν μεγάλως από το άλλο μέρος, στοχαζόμενος, πως ήμουν εις μίαν έρημον, χωρίς ελπίδα διά να ξαναϊδώ την γυναίκα μου και την πατρίδα μου. &Συμβεβηκός Η'. του Αμπουλβάρη&

Επάνω εις αυτήν την βεβαίωσιν έπεσα εις τα γόνατα της Ρετζίας, χωρίς να χάσω καιρόν· Αχ βασίλισσά μου, της είπα· εσύ είσαι το λοιπόν εκείνη που βλέπω, τον καιρόν που με κανένα τρόπον δεν ήλπιζα να σε ξαναϊδώ; είμαι υπόχρεος διά ταύτην την χάριν εις την αγάπην ετούτου του μεγάλου φιλοσόφου, που με την τέχνην του με έκαμε να ανταμώσω την αγάπην μου και την χαροποίησιν μου· γνωρίζεις εις εμέ εκείνον τον νέον, που επαραστάθη έμπροσθεν σου εις μορφήν του περιβολάρη; και που δι' αγάπην σου εκαταντήθηκα να περάσω διά κασιδιάρης; εσύ ηξεύρεις με τι βαρβαροσύνην έκαμες να με σύρουν από το παλάτι σου έξω, οπόταν εκατάλαβες πως ήμουν μεταμφιεσμένος, και με ποίαν καλήν τύχην έφυγα τον σκληρόν θάνατον, που από αιτίαν σου μου ήθελε δοθή· και με όλες αυτές τες σκληρότητές σου δεν αφέθηκα που να σε αγαπώ.

Και τη Χλόη θα την ξαναϊδώ το καλοκαίρι, αφού καθώς φαίνεται δεν ήτανε γραφτό να την ιδώ το χειμώνα. Αφού εστοχάστηκε κάτι τέτοια κ' εμάζεψε το κυνήγι, ξεκίνησε να φύγη. Μα σαν να τον ψυχοπόνεσεν ο Έρωτας γίνονται τούτα: 7. Εβάνανε να φάνε ο Δρύαντας κ' οι δικοί του· εμοιράζονταν τα κρέατα· έβαναν ψωμί στο τραπέζι έπιαναν κρασί.

Κι αυτόν το δύσεχτο χρόνο, που έφυγε η Ελένη, και πήρε τον αγύριστο δρόμο της αγιωσύνης, που δεν μπορούσα πια να την ξαναϊδώ μήτε στο χωριό, είτανε δίστομο μαχαίρι η λύπη μου και μου τρυπούσε ως πέρα τα σπλάχνα, κρυφά και δίχως να το ξέρη κανένας. Ώρα πολλή δεν μπορούσα να μείνω κοντά στην κώχη εκείνη, χωρίς το γέρο ή τη μάννα μαζί μου.