United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και σαν τάθαψα τακριβά μου και τα σκέπασα με χώμα και με πετράδια, και κατρακύλισα απάνω απάνω κ' ένα μεγάλο λιθάρι, και χάραξα σταυρό μ' ένα κεραμίδι, πήρα τα κλαμμένα μάτια, μου κ' έφυγα κατά τα βουνά. Παρακαλούσα ν' ανταμώσω έναν τους μπροστά μου, να δώσω και να πάρω μια μαχαιριά, και να γλυτώσωΕδώ τον πήραν το γέρο τα δάκρια. Δεν μπόρεσε να πάη εμπρός. Δεν μπορούσαμε και μεις πια ν' ακούμε.

Παίζει το μάτι μ' το δεξί· μήπως την ανταμώσω; Θα γύρω δίπλα στη φτελιά και θε να τραγουδήσω κ' ίσως γυρίση να με 'δη· δεν είνε δα από πέτρα. Την Αταλάντη θέλοντας να πάρη ο Ιππομένης, παράβγηκε στο τρέξιμο κ' είχε στα χέρια μήλα, κ' ευθύς τον ερωτεύθηκε μόλις τον είδ' εκείνη.

Εγώ μ' όλον που υπώπτευα ότι η Καλεκάρη θα είχε λάβει κάποιαν κλίσιν εις εμένα, να λάβω όμως την γραφήν ποτέ δεν ήλπιζα· χαιρόμενος το λοιπόν διά την καλήν μου τύχην, επήγα εις τον Οντάμπαση, και του εζήτησα θέλημα διά να πηγαίνω να ανταμώσω εκείνην την νύκτα ένα Δερβύση συντοπίτην μου, που είχεν έλθει από την Μέκκαν. Ο Οντάμπασης με επίστευσε και με άφησε.

Επομένως, νομίζω, δεν θα κάμω κρίσιν διά τον Θεαίτητον προηγουμένως, πριν αυτή εδώ η σιμότης αφήση εις την ψυχήν μου κανέν ενθύμιον διάφορον από όλας τας σιμότητας όσας εγώ είδα έως τόρα. και το ίδιον δι' όλα τα άλλα μέλη από τα οποία αποτελείσαι συ. Η οποία και αν σε ανταμώσω αύριον θα μου υπενθυμίση την εικόνα σου, και θα με κάμη να έχω ορθήν κρίσιν διά σε. Θεαίτητος. Πολύ ορθά. Σωκράτης.

Ετούτα όλα, ω ωραιοτάτη Φαρουχνάζ, ακολούθησεν ο Δερβύσης, εστοχάσθηκα πλέον να μη σου τα κρύψω. Συμπάθησόν μου το στρατήγημα που επιχειρίσθηκα, διά να σου βγάλω τη ψευδή φαντασίαν και γνώμην, που είχες διά τους άνδρας, και διά να ανταμώσω την τύχην σου, με εκείνην του πλέον ωραίου Βασιλοπούλου, απ' όλα τα Βασιλόπουλα του κόσμου.

Αν τύχαινε να σ' ανταμώσω στα ξένα τα παλιά τα χρόνια, και με ρωτούσες τι λογής γλεντίζουνε στο τόπο μας, θα σου παράσταινα τα ξεφαντώματα του χωριού με τόση λαχτάρα και δίψα, που θάλεγες: — «Εκεί είναι η αληθινή η ζωή». Τέτοια είναι τα μαύρα τα ξένα! Ως και τα ψεγάδια του τόπου σου σε κάμνουν και ταγαπάς και τα ζωγραφίζεις με μύριες λαμπρές θωριές.

Σαν ταποφάσισε και πήγε στης ταλαίπωρης μάννας του, γύριζε πίσω με τους παραγυιούς του ο γέρος που ολονυχτίς έτρεχε ζητώντας τον. Βρήκε ο Ηλίας μια πρόφαση, μισή αλήθεια μισή ψέμα, και πέρασε. Μα η μάννα δε σύχαζε. Ρωτούσε και πάλι ρωτούσε, πού είταν όλη τη νύχτα. — Πήγα ν' ανταμώσω την ομορφώτερη του χωριού, και την πλουσιώτερη. Περίμενα, περίμενα, και δεν ήρθε.

Εθεώρησα καλόν, αφού αφήσω την ευθείαν οδόν, να τους ανταμώσω διά να συντροφεύσωμεν ευκολώτατα.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ Είναι ο χαρακτήρας του Αμλέτου· «γυμνός!» κ' εδώ κάτω προσθέτει «μόνος» — δεν με βοηθείς; ΛΑΕΡΤΗΣ Κύριε, τον νουν μου χάνω. Όμως ας έλθη· τούτ' η άρρωστη καρδιά μου μέσα ζεσταίνεται, 'πού θα τον ανταμώσω, και θα του ειπώ· «Συ τούτο μώκαμες». ΒΑΣΙΛΕΑΣ Λαέρτη, εάν το πράγμα τρέχει ως τρέχει, — κ' είναι ακόμη αμφιβολία; — στέργεις οδηγόν να μ' έχης;

Θέλει ανταμείψω την αγάπην σας· και τώρα έχετε υγείαν, και κοντάτο μεσονύκτι θε να σας ανταμώσω εκείτον προμαχώνα. ΟΛΟΙ Τα χρέη μαςτην Υψηλότητά σου. ΑΜΛΕΤΟΣ Αγάπην θέλω από σας όσην σας έχω· χαιρετώ σας. Το πνεύμα του πατρός μου 'ς τ' άρματα! δεν είναι καλά τα πάντα· υπάρχει κάτι αισχρό παιγνίδι· Ω νύκτα, φθάσε! Ως τότε ησύχαζε, ω ψυχή μου!