United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι καιροί που ιστορήσαμε ως τα τώρα είτανε μεγάλο μέρος Χριστιανικοί. Χριστιανικοί όμως, όσο μπορεί άνθρωπος να πη τη χαραυγή μέρα. Ο αρχαίος κόσμος ψυχορραγούσε, και δίπλα του γλυκοσπαρταρούσε ο νέος ο κόσμος. Όσα δηγηθήκαμε παραπάνω μας έδειξαν του αρχαίου κόσμου την όψη.

Κάμπος βαθύς και δεντροσκέπαστος, βουνά παρακείθε αραδιασμένα σαν κύματα γιγαντένια, από τα δεξά γάλα η θάλασσα με δυο ρημονήσια παράπλευρα στη στεριά, δίπλα στακρογιάλι τόμορφο το χωριό, που φέγγανε τα σπίτια του σα γλάστρες με τα λουλούδια, και τέλος καταμεσίς στα σπίτια εκείναπαράξενο θάμα! — βράχος που στεκότανε σαν κολοσσός δίχως ταίρι, ουρανόγγιχτος κολοσσός, μήτε τέχνη μήτε συμμετρία, κι ως τόσο μεγαλείο που σέκαμνε καί τονε σεβούσουνα.

Δεν θέλω τίποτα· δεν πιάνω τίποτα. Κακότροπη Γοργόνα στέκεται δίπλα σου. Βασίλειο δεν ορίζεις· λαό δεν κυβερνάς. Ή τη Γοργόνα διώχνω ή εγώ χάνομαι. Και παίρνει μια μπρατσέρα με κόκκινο πανί, καλά την αρματώνει, βγαίνει στο πέλαγο. Δεν έχει χάρι μόνον την παληκαριά μα σμίγει και τη γνώσι το βασιλόπουλο.

Είπε, και σιώντας έρηξε το γλήγορο κοντάρι, και την πελόρια τού βαράει εφτάβοϊδή του ασπίδα, 245 άκρη άκρη απάς στην όγδοη χαλκοφτιασμένη δίπλα. Έξη περνάει ο άλιωτος χαλκός και κόφτει δίπλες, και στέκει στο στερνό πετσί.

Ολόγυρά του και μέσα του βασίλευε νέκρα και σιωπή. Μοναχά το ποτάμι μούγγριζε δίπλα του, σα να τούλεγε ότι το μούγγρισμ' αυτό θα νάχη από δω και πέρα συντροφιά και κουβέντα του, ως που ο καιρός κ' η βροχές θα να το σωριάσουν στα ρέματά του. Ο Φώτος είχε τραβήξει με τάλογο φορτωμένο κατά το δρόμο της Λάκκας.

Εμβαίνοντας μέσα εις την πόρταν ηύρα μίαν σκάλαν από μάρμαρον μαύρον, εις την οποίαν ανεβαίνοντας εμβαίνω εις μίαν μεγάλην σάλαν στολισμένην με πεύκια και μαξιλάρες ολόχρυσες· από εκεί απέρασα εις ένα χοντζερέ πολλά ωραιότατον, και εις αυτόν βλέπω μίαν ωραιοτάτην κυρίαν εξαπλωμένην επάνω εις ένα ολόχρυσον κρεβάτι ακουμπισμένον το κεφάλι της εις ένα κεντημένον προσκέφαλον, ενδυμένην με πλούσια φορέματα, και εις αυτήν δίπλα ευρίσκονταν μία ταύλα από μάρμαρον δίασπρον.

Αποτραβήχτηκαν τα δυο αδέρφια σε παράμερη κώχη, και σαν αγριοκοίταξε δίπλα κατά το χωριό ο Δημήτρης, και μουρμουρίζοντας αντίθεες βλαστημιές έφτυσε στον αέρα, σα νάβλεπε κάποιον εκεί που λόγους δεν είχε να του παραστήση το μίσος του, γυρίζει και λέει του αδερφού του. — Μωρέ Μιχάλη, κοιμάσαι, καημένε! — Πες μου τι τρέχει, και με πέθανες.

Και εις την κρυσταλλώδη, την στίλβουσαν αυγήν του, έβλεπες εν ρεμβασμώ, μίαν καταπράσινην, αραγμένην σκούναν. Κάθε βράδυ, μετά τον θαλασσινόν μου περίπατον, επερνούσα δίπλα της. Η μικρά φελούκα εσειάριζεν. Ανεκόπτετο ο δρόμος.

Να πάη στη στεφάνωση της εγγονής του στάθηκε αδύνατο· την έβλεπε όμως τη χαρά ομπροστά του πάλι σπαρταριστή, τότες που μεταγύριζε η καταστόλιστη νύφη με τον καλό της, με τα κορίτσια που τη συνοδεύανε, με το συγγενολόγι που ακλουθούσε. Λόγιαζε ο δύστυχος κι από την άλλη το Χάρο κι ολοένα ζύγωνε, ολοένα μαύριζε δίπλα του. Είταν η στερνή του χαρά.

Αλλά πάλι λυπότανε την Ιζόλδη τη γυναίκα του, την απλή, την ωραία. Κακή ώρα τον αγάπησαν οι δυο Ιζόλδες. Και στης δυο είχε φανή άπιστος. Μολαταύτα, η Ιζόλδη με τα Λευκά χέρια, παραξενευότανε να τον ακούη, ξαπλωμένο δίπλα της, ν' αναστενάζη.