Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Ένα πανηγύρι κάνανε στον ουρανό τα σμιγμένα χρώματα, σαν να καλούσανε όλες τις ψυχές στο γλυκό ξεφάντωμα. Ο Στρατής, με το κεφάλι σκυμμένο κάτω, δεν έβλεπε άλλο απ' το μουντό χώμα. Ένας λάκκος νεοσκαμμένος δίπλα σ' ένα περιβόλι τούφερε στα ρουθούνια μια μυρωδιά παράξενη απ' τα σπλάχνα της γης, που του φάνηκε γλυκειά σαν παρηγοριά και σαν κάλεσμα να πέση και να κοιμηθή έναν αξύπνητον ύπνο.
Από τ' αλόγου του το τρεχιό κυματίζονταν ο δουλαμάς κι άφινε να λάμπη 'ς τα στήθια του χρυσή η αλυσσίδα του βασιλικού παρασήμου του κ' ένας διαμαντοκολλημένος σταυρός, όπου φαίνονταν σαν να τον φύλαε 'ς τον κόρφο του δίπλα γκόλφι με βαθύτατη ευλάβεια. Με τον κυματισμό του δουλαμά πρόβαλαν 'ς το φως και τα μεγάλα κίτρινα ποδήματά του.
Και το χάραμα ανέβαινε στη στέγη κ' έκραζε — Κουκουρίκου! σα νάλεγε στον Αριστόδημο το «φύλακες γρηγορείτε! ...» Το χαμώγειο ήταν χωρισμένο με καλάμι. Στο ένα χώρισμα καθόταν η Ελπίδα μονάχη της· στο άλλο ζούσε ο Μαλαματένιος με τη γριά του. Απόξω ήταν το μαγεριό δίπλα ένα κελλάρι για τ' αποδοσίδια της γης και για τα ύπεργα.
Κάποιος έβλεπε δίπλα στους παραστάτες καμμιάς πόρτας από μέσα μεγάλες τετράγωνες τρύπες ως βαθιά στον τοίχο χωμένες κ' εφώναζε: — «Μωρέ, τηράτε· με ξύλινους σύρτες αμπάρωναν σαν εμάς τες πόρτες τους κ' οι παλιοί.
Λέμε του καιρού εκείνου επίτηδες, επειδή κάτι αργότερα αν κ' έμεινε πάντα ο ίδιος ο ρυθμός, και σε τούτο στάθηκε η Αγιά Σοφιά πρότυπο, άλλαξαν όμως οι θόλοι, και σε πολλούς ναούς τους έστηναν απάνω σ' οχτάγωνους γύρους· αλλού πάλε βάζανε σωρό θόλους και στόλιζαν τους γύρους εκείνους με διπλά ή μονά παραθυράκια· καθώς κι άλλες παρόμοιες αλλαγές.
Τούχα γνωρίση 'ς τ' 'Αγραφα... Πούσαι καϋμένε, Δίπλα, Να ιδής που δεν εβράχνιασεν ο λάρυγγάς του ακόμα!.. Έψησ', εμαύρισε καρδιαίς... Θα εδάγκασε κουφάρι.. Το βόλι δεν εδιάβηκε ... Γονάτισ' ένας ... πέφτει... Καλή αρχή... ματώθηκαν... ανάφτει το γεφύρι... Πώς πολεμούνε τα σκυλιά!... Διάκε; ...καπνός... δε βλέπω. — Καλήτερα για σένανε.
— Εσύ μονάχα, κυρ Στρατή, ξεύρεις να γιορτάζης τα Χριστούγεννα. Του είπεν ο φούρναρης. Και ο κυρ Στρατής εκαμάρωνεν, ως γαμβρός, έχων δίπλα την ωραίαν νύμφην. Μετά τούτο επανήλθεν εις τον οίκον του· και ψήσας τα τρυφερά εντόσθια του ζώου, εκουτσόπινεν, αναμένων την εσπέραν. Παν ό,τι άλλο εχρειάζετο, είχε προμηθευθή εν αφθονία.
Μίαν εσπέραν, την παραμονήν του αρραβώνος, ότε ο γαμβρός μετά της αδελφής του είχον έλθει εις την οικίαν να συζητήσουν τα περί προικός, ενώ ο γέρων ναυπηγός υπηγόρευε το προικοσύμφωνον εις τον Αναγνώστην τον Συβίαν, ψάλτην της εκκλησίας, όστις είχε βγάλει το ορειχάλκινον καλαμάρι του από την ζώνην, την εκ πτερού χηνός πένναν από την μακράν θήκην του καλαμαριού, του ομοιάζοντος πολύ με πιστόλαν, και θέσας επί των γονάτων το βιβλίον του Αποστόλου, κ' επάνω εις το βιβλίον τεμάχιον χονδρού χαρτιού, είχε γράψει καθ' υπαγόρευσιν του γέροντος «Εις τόνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. . υπανδρεύω την κόρην μου Χαδούλαν με τον Ιωάννην Φράγκου, και της δίνω, πρώτον την ευχήν μου. . », η Χαδούλα ίστατο αντικρύ της εστίας, δίπλα εις την τέμπλαν — την στήλην τουτέστι των στρωμάτων, παπλωμάτων και προσκεφαλαίων την σκεπαστήν με μεταξωτήν σινδόνα, και επιστεφομένην με δύο τεραστίας προσκεφαλάδες — ακίνητος και καμαρώνουσα, κατά το φαινόμενον όπως η τέμπλα . . . αλλ' όμως ένευε κρυφά, ανυπομόνως, καίτοι με μεγάλην προφύλαξιν, ένευεν εις τον αρραβωνιαστικόν, ένευεν εις την ανδραδέλφην, να μη δεχθώσιν ως προίκα «σπίτι στο Κάστρο» και «χωράφι στο Στοιβωτό», αλλά ν' απαιτήσωσι σπίτι εις την νέαν πόλιν, και αμπέλι κ' ελαιώνα εις την περιοχήν της νέας πόλεως.
Και δίπλα εις το Τριμόρφι εκρέμαντο από καρφίον συνημμένα, εις τεμάχιον λευκού πέπλου τυλιγμένα, τα δύο στέφανα, τα στέφανα του γάμου. Α! ήρχοντο, ναι, ακόμα αι αναμνήσεις του γάμου, αλλ' ήρχοντο απαίσιαι, και κατ' άλλην όψιν.
Ένα πρωί πάνω στο καλδερίμι του μεγάλου του σπιτιού με τα ψηλά τα παραθύρια και τα μαρμαρένια τα θεμέλια, τη βρήκανε ξερή τη γρηά — Στάθαινα. Και δίπλα το ραβδί της. Το ίδιο το πρωί ανοίξαν' ένα λάκκο στην αυλή του Άη — Νικόλα και τη θάψανε. Ο νεκροθάφτης πήρε το τσακισμένο το ραβδί και τόρριξε στην αγκαλιά της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν