United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο σιδερόδρομος ήταν κοντά, μα οι νέοι αγαπούσαν τ' άλογα, κ' ήθελαν και καλά να μβούνε καβαλάρηδες στην Πόλι, με τα χρυσά κομβία στα γελέκια τους, με τα κουμπούρια στη μέση και ταις καραβίναις στην πλάτη τους. Έτσι εξεκίνησαν με τα φλουριά στα κεμέρια τους. Έτσι έφθασαν ως στο γεφύρι του Λουλεβουργάζ, το ίδιο το γεφύρι που σκοτώθηκεν ύστερα και ο φτωχός ο αδελφός σου.

Του Αγγελοκάστρου ο Βασιλιάς διαλάλησε μια 'μέρα: Ποιος ημπορεί την λίμνη μου να σπείρη πέρα ως πέρα, Και ποιοςτα σύγνεφα ψηλά κοπάδια να βοσκήση; 'Σ το ρέμμα του Ασπροπόταμου ποιος ημπορεί να στήσητο χρόνο απάνω πέτρινο γεφύρι; Ας έρθη ομπρός μου Διαμάντια, ασήμι, μάλαμα, κι' όλο το βιο του κόσμου Να του χαρίσω αμέτρητο. Δεν άνοιξ' ένα στόμα, Κι' ουδ' ένας δεν ωμίλησε.

Αλλά το τραγικό του πρόσωπο είχε πάρει χρώμα βιολετί και πράσινο, όλο και πιο σκληρό και ακίνητο στο αβέβαιο φως του δειλινού. Και η καρδιά του έπαψε να χτυπά. Ο Έφις ξαναζούσε την πιο τρομερή στιγμή της ζωής του: θυμόταν το γεφύρι, εκεί κάτω, ανάμεσα στον κυματισμό των βούρλων κάτω από το φεγγάρι, κι εκείνος σκυμμένος να αφουγκράζεται την καρδιά του πεθαμένου αφεντικού του….

Εκεί τον είδα κ' επλησίαζεν εις το γεφύρι. Μα καθώς ήτανε χειμώνας, και τα κλαδιά χωρίς φύλλα, και καθώς είχε την υποψία μέσα του, μ' εσκιάχθηκε πριν ζυγώση αψηλά, στην μέση του γεφυριού, κ' εστράφη πίσου κι' άρχισε να τρέχη. Έπεσα κατόπι του μ' όλη μου τη δύναμι, μα ήτανε γρηγορώτερος. Δύο φοραίς ετράβηξα πάνω του, δυο φοραίς απάντησε το σκυλί φεύγοντας.

Θέλεις και συ να τον ιδής; Εγώ να σ' οδηγήσω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ας πλύνουν με τα δάκρυα εκείνοι ταις πληγαίς του. Εγώ θ' αρχίσω να θρηνώ όταν εκείνοι παύσουν. Θα κλαίω του Ρωμαίου μου εγώ την εξορίαν. — Πάρε τα τούτα τα σχοινιά. Πτωχά σχοινιά, κ' οι δυο μας είμεθα τώρα περιττοί. Εξωρισμένος είναι εκείνος που σας ήθελετην κλίνην μου γεφύρι.

Ό,τι την μέρα χτίζεται χαλά την νύχτα, κόρη. Κι' αν μέσ' 'ς το χρόνο δεν στηθή ακέρηο το γεφύρι, Πάρε μου το κεφάλι εσύ, και σύρ' το εσύ του κύρη Να πλερωθή το τάμμα του. Κ' έκλαιε το παλληκάρι Έκλαιε σιμά κ' η αγάπη του. Μιαν νύχτα με φεγγάρι, Τ' αστέρι του μεσονυχτιού το λαμπερό όταν σκάζη, Το πατρικό το κάστρο της η κόρη το απαριάζει Και πάειτον Ασπροπόταμο.

Του φαινόταν πως περπατούσε μαζί της επάνω στην άμμο κατά μήκος του ποταμού, κάτω από το φεγγάρι: πήγαιναν, πήγαιναν σιωπηλοί, φρόνιμοι. Έφτασαν στη δημοσιά πλάι στο γεφύρι. Εκεί κάτω το όραμα μπερδευόταν. Υπήρχε ένα κάρο και επάνω του καθόταν η Λία, κρυμμένη ανάμεσα σε σάκους.

Μην κατεβάζης το γεφύρι, πριν σου δώσουν την άδειαν οι προεστοί. Ας βάλουν βάρδια καιτο Πρεγάδι κι' αλλού για να μη σας πατήσουν νύχτα. Και ταύτα λέγων ο βοσκός ήρχισε ν' απομακρύνεται από την γέφυραν. — Είσαι στα συγκαλά σου; του εφώναξε διά τελευταίαν φοράν ο μπάρμπα- Δήμος. — Εγώ είμαι στα λογικά μου, ησύχασε· τώρα θα ιδής. — Και συ πού θα πας; τον ηρώτησεν ο πυλωρός.

Εκείνες οι φωνές και τα τρεχάματα στο Γεφύρι, σαν το πρωτοπάτησα και ξεκινούσα με το Σιορ Φωτάκη κατά το Φανάρι.! Πού είνε η μάννα μου να τα δη όλ' αυτά, πού η αδερφή μου, οι αξαδέρφες, να τα δουν, και να λένε κατόπι και τελειωμό να μην έχ' η γλώσσα τους! Ως και τα δάκρια μου ήρθαν ανιστορώντας, το τι θα λέγανε να τάβλεπαν οι δικοί μου! Του Σιορ Φωτάκη όμως τίποτις δεν του ξεμυστηρεύουμουν.

Ώρες περνούν ακόμα, Κι' από τα πλήθη ωμορφονιός σαν σταυραητός πετιέται Κι' έρχεται ομπρόςτον Βασιλιά και τέτοια απολογιέται: — Την λίμνη σου αν δεν ημπορώ να σπείρω, να θερίσω, Ούτετα σύγνεφα ψηλά κοπάδια να βοσκήσω, Όμως γεφύρι πέτρινο μπορώ να θεμελιώσω 'Στό ρέμμα του Ασπροπόταμου 'ςτόν χρόνο απάνω. Ως τόσο Διαμάντια, ασήμι μάλαμα κι' όλο το βιο του κόσμου Δε σου γυρεύω χάρισμα.