United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ό,τι την μέρα χτίζεται χαλά την νύχτα, κόρη. Κι' αν μέσ' 'ς το χρόνο δεν στηθή ακέρηο το γεφύρι, Πάρε μου το κεφάλι εσύ, και σύρ' το εσύ του κύρη Να πλερωθή το τάμμα του. Κ' έκλαιε το παλληκάρι Έκλαιε σιμά κ' η αγάπη του. Μιαν νύχτα με φεγγάρι, Τ' αστέρι του μεσονυχτιού το λαμπερό όταν σκάζη, Το πατρικό το κάστρο της η κόρη το απαριάζει Και πάειτον Ασπροπόταμο.

Την κοίταζε λίγο κουρασμένος και νυσταγμένος, κι εκείνη, μαύρη φιγούρα με φόντο το λαμπερό ακόμη παράθυρο, με τα πυκνά μαλλιά και τα μικρά χέρια ακουμπισμένα στο φτωχικό τραπέζι, πρέπει να του θύμιζε τις νοσταλγικές διηγήσεις της μητέρας του, επειδή άρχισε να ρωτάει για πρόσωπα του χωριού που είχαν πεθάνει ή που δεν ενδιέφεραν καθόλου την Νοέμι. «Ο θείος Πιέτρο; Πώς είναι αυτός ο θείος Πιέτρο; Είναι ο πλουσιότερος, ε; Πόσα μπορεί να έχει;» «Είναι πλούσιος, βέβαια, αλλά είναι ένας στριμμένος!

Είτανε, λέει, μεσημέρι περίπου, και καθώς διάβαινε ο Κωσταντίνος με το στράτεμά του, τηράει άξαφνα δίπλα στον ήλιο λαμπερό σταυρό από φως, κι απάνω στα σταυρό τα γράμματα « Τούτω νίκα». Το τήραγαν το σημάδι κι ο Κωσταντίνος κι ο στρατός του, κ' έλεγαν τι να σημαίνη. Σα βράδιασε και πλάγιασε ο Κωσταντίνος να κοιμηθή, βλέπει λαμπρό όνειρο, ανάλογο κι αυτό με το ουράνιο το σημάδι.

Καλά! είπε ο Μαρτίνος, να πώς οι άνθρωποι φέρνονται αναμεταξύ τους. — Είναι αλήθεια, είπε ο Αγαθούλης, πως υπάρχει κάτι διαβολικό σ' αυτή την υπόθεση. Ενώ μιλούσε, παρατήρησε κάτι λαμπερό κόκκινο, που κολυμπούσε κοντά στο καράβι τους. Κατεβάσανε τη βάρκα να ιδούνε τι ήτανε· ήταν ένα από τα πρόβατά του, που είχε χάσει άλλα εκατό τέτοια, φορτωμένα χοντρά διαμάντια του Ελδοράδο.

Την κοίταζε με ζωηρό βλέμμα, λαμπερό, και ήταν τόση η ξαφνική χαρά του που οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια του έμοιαζαν ακτίνες από φως. «Γερνάω», είπε, χτυπώντας τα χέρια και η χαρά του χάθηκε ξαφνικά, όπως είχε έρθει. Γύρισε στο χωριό επειδή ο ντον Πρέντου είχε στείλει να τον φωνάξουν, διαφορετικά δεν θα το είχε κουνήσει πια από κτηματάκι.

Και της Αννούλας το τραγούδι, και τα λόγια του Γέρο Βασίλη, και της μάννας οι ιστορίες. Δεν είταν η Λενιώ από κείνες τις αθώρητες τις Νεράιδες ή τις Βασιλοπούλες που μας μαγεύουνε στου χειμώνα τα παραμύθια. Τάβλεπα ολοζώντανα τα γαλανά της τα μάτια, το λαμπερό μέτωπό της, τα ξανθουλλά της μαλλιά. Δεν άργησε η απόλυση.

Ο τόπος ήτανε καλλιεργημένος κι' από ευχαρίστηση απλή κι' από ανάγκη· παντού το χρήσιμο ήτανε ενωμένο με το ευχάριστο: οι δρόμοι ήτανε γεμάτοι ή καλύτερα στολισμένοι με αμάξια από υλικό λαμπερό, κουβαλώντας άντρες και γυναίκες μοναδικής ομορφιάς, και που τα σέρνανε μεγάλα κόκκινα πρόβατα, που ξεπερνούσανε, στη γρηγοράδα τα καλύτερα άλογα της Ανδαλουσίας, του Ζετουάν και του Μεκινέζ.

Έλεγαν πως είτανε μάγος, γιατί είχε πάντοτε στην τζέπη του ένα γυαλί, μα την αλήθεια! ένα παράξενο γυαλί, χοντρό στη μέση και στις άκρες ψιλό, ξεστρογγυλωμένο με τέχνη, λαμπερό και πολυδουλεμένο. Ο μάγος με το γυαλί του προσπαθούσε να διή τους μικροπολίτες. Έβαζε το γυαλί και δος του κοίταζε όσο μπορούσε. Αχ! τι παράδοξο πράμα που ακουλούθησε τότες! Τι πρωτάκουστο ιστορικό!