United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τηράει από τη μια, τηράει από την άλλη, όλο πλούτη και μεγαλεία.

Η Αλουπού αρπάζοντας Τη γρούδα τον τηράει, Τον αποχαιρετάει, 1015 Του λέγει· όλα καλά Τα έχεις, φίλε, εξαίρετα, Μον ένα να πασκήσης Ακόμα ν' αποχτήσης Κυρ Κόρακα, μ ι α λ ά. 1020 Γιατί η κολακεία Μες τη φιλοτιμία Με τρόπο μας εγγίζει, Γλυκά μας γαργαλίζει, Για ταύτο μας αρέγει 1025 Σε όσα αυτή μας λέγει· Μον όπιος να βαθύνη Είν' εύκολο να κρίνη.

Μπαίνει ο Κωσταντίνος νικητής μέσα στη Ρώμη, και κάθε Ρωμαίος τηράει και θαμάζει την ομορφιά του, τη μεγαλοπρέπεια, και τέλος τη μαγική εκείνη σημαία που από τα τώρα τούφερνε τόση δόξα. Άλλη απόδειξη πως δεν τον καθοδηγούσε μόνο θρησκευτική πίστη παρά και λογαριασμένη πολιτική είναι ο τρόπος που τους φέρθηκε τότες τους Ρωμαίους.

Περίμορφη σαν του βουνού την κάρια περδικούλα, Μεστή σα στάχυ του θερτή, ξανθιά σαν την κερίθρα, Φωτοπερίχυτη λαμπρή σαν τ' άστρι που ξεφεύγει, Λαχταριστή κατάγλυκια σαν τη δροσοσταλίδα, Σαν το κρινόχνουδο απαλή και μοσχοβολισμένη. — Λάμπρο, δειλά ανακράζει τον. — Ποιος είνε; — Εγώ είμαι η Χρύσω. — — Τι τρέμεις; η όψη σου γιατί τόσες βαφές αλλάζει; Πώς με τηράει το μάτι σου και στη καρδιά με σφάζει; — Αμίλητη τα μάτια της η κόρη χαμηλώνει.

Στερούσουν όμως, αν τύχαινε κ' ήθελες μάθημα τέχνης από το φυσικό, στερούσουν τα σκέλια, κρυμμένα καθώς είταν μες στα μακριά τα στιβάνια. Στέκετ' ομπρός στο μισόγεμο το σακκούλι ο Πανάγος. Γνωρίζοντας τις συνήθειες της λυγερής, το μαντεύει κατά που τράβηξε, και τηράει μαριόλικα προς τα κάτω.

Ο γέρο Μπάρδας κάθεται σε στρουγγολίθι απάνου Με το πλατύ το πόσι τον, με το μακρύ ραβδί του, Με την χοντρή σου σάρικα πώχει πυκνόν το φλόκο, Με τους εφτά του τους υγιούς, με τους εννιά γαμπρούς του, Κι' όλο τηράει τα πρόβατα και λέει για το καθένα: — Τήρα σαργιά πώχ' η χελιά, τήρα ποκάρι η κούλια, Τήρα την στερφοκάλλεσα ρούντο μαλλί που βγάζει, Η μονοβύζα η καψαλή τήρα κολτσίδες πώχει.

Γυρεύει αυτός λίγο νερό. 'Στη βρύσι η κόρη απλώνει, Παίρνει νερό 'ςτά χέρια της και του το πάει 'ςτο στόμα. Ο Ήλιος πίνει και γλυκά, 'ς τα μάτια την τηράει. Η κόρη ήταν μελαγχροινή, ήταν και μαυρομάτα, Είχε και φρύδια ολόμαυρα γραμμένα με κοντύλι, Είχε και ολόμαυρα μαλλιά, και φορεσιά είχε μαύρη. Ο Ήλιος πίνει και γλυκά 'ςτα μάτια την τηράει.

Λέω μονάτη την αλήθια· Δεν προβάνω παραμύθια Μαρτυράν σ' αυτό πολλοί. Οχ τη φύσι διδαγμένος, Και γιατρός τελειομένος Στης μητρός του την κοιλιά, Κι' ο Ματζούκας αποράει. Το χωριό του τον τηράει Για σοφίας τη φωλιά. Κι' όχι τέχναις φαρμακίας, Και μυστήρια της χημείας, Σε πολλούς κοινά κι' απλά. Μόνε ξέρει, το ρεπάνι, Μες το σώμα, ως πόσα κάνει Κακοσύναις, και καλά.

Είτανε, λέει, μεσημέρι περίπου, και καθώς διάβαινε ο Κωσταντίνος με το στράτεμά του, τηράει άξαφνα δίπλα στον ήλιο λαμπερό σταυρό από φως, κι απάνω στα σταυρό τα γράμματα « Τούτω νίκα». Το τήραγαν το σημάδι κι ο Κωσταντίνος κι ο στρατός του, κ' έλεγαν τι να σημαίνη. Σα βράδιασε και πλάγιασε ο Κωσταντίνος να κοιμηθή, βλέπει λαμπρό όνειρο, ανάλογο κι αυτό με το ουράνιο το σημάδι.

Τι καλά ν' αρχίση πάλι τα γλέντια και τα ταξείδια του! Τηράει περίγυρα να εύρη δρόμο για τον Απάνω Κόσμο· τίποτα. Αυτός που με το κερί και το κουμπάσο άνοιγε δρόμους στα πέλαγα και με το τρισκότειδο έμπαινε στα μπουγάζια και τα πόρτα σαν να έμπαινε στο σπίτι του, εγύριζε τόρα ψηλαφώντας σαν θεότυφλος.