United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα γιοβάρια τους βγάζουν όλα τα είδη των ψαριών του γλυκού νερού. Χέλια γλανούς, δρομίτσες, τσερούκλες, στρωσίδια και πού και πού, και πέστροφες ακόμα. Από το καθημερινό αυτό ψάρεμμά τους τον χειμώνα με τις μεγάλες σαρακοστές του, ζουν τα χωριά, πούνε άφθονα σκορπισμένα δεξιά και αριστερά στις λίμνες. Σε μια απ' αυτές τις ψαράδικες καλύβες θα περνούσαμε τη βραδιά μας, εκείνη τη νύχτα του Γενάρη.

Ορφούς, συναγρίδας, οστρείδια, καλόγνωμες, αστακούς και χέλια, πώς να τα ξεχάση; Πώς να μη τρώγη κοκορέτσι, κεφτέδες, σπληνάντερο, ή ροσμπίφ με μακαρονάδα; Είνε ζωή αυτή; Ή πώς να μη πίνη το θαυμάσιον μπρούσικο μαύρον του τόπου, ή και το μοσχάτο, και τον ροδίτην, και να στερηθή ακόμη και το τσίπουρο; Είνε ζωή αυτή;

Η σκιά έκαμε κίνημα, ως να απέσυρε κάτι, και είτα τραχεία φωνή ηκούσθη·Ποιοι είστε; τι θέλετε; — Πέσαμε όξου, απήντησεν ο υιός του κυβερνήτου. Είμαστε θαλασσοπνιγμένοι. Μετ' ολίγας στιγμάς η φωνή είπεν·Από 'δω ελάτε. Ο άνθρωπος ήναψε φανάριον, κ' έδειξε τον δρόμον εις τους τρεις ναυαγούς. — Κ' εγώ θάρρεψα, πως θέλετε να μου κλέψετε τα χέλια, είπε.

Πρώτον διά να πίπτουν εις τα μαλακά και όχι εις σκληρόν έδαφος• έπειτα και τα σώματά των γίνονται ολισθηρότερα όπως ιδρώνουν μέσα εις τον πηλόν, διά το οποίον και συ τους παρωμοίασες με χέλια.

Καβούρια και χέλια μικρά θα ηδύνατο να ψαρεύση εκεί την ημέραν ευκαιρών άνθρωπος. Τα δένδρα έσμιγον εις τρυφεράς περιπτύξεις εκεί την νύκτα, και ο κισσός και το κλήμα ανερριχώντο εις τα ύψη των κλάδων, και καρποί μελαμβριθείς εκρέμαντο εις τα ακροκλώνια, διά να δίδεται τροφή εις όλα τα πτερωτά και τα όρνεα, τα επικαλούμενα το όνομα του Κυρίου.

Φλόκος , τα κρόσια της φλοκάτας και κάθε μαλλίνου υφάσματος. — Φουρκάλλες , διχαλωτόν ξύλον. — Φτουρώ και νταγιαντώ = βαστώ, υποφέρω. — Φράξος , δένδρον από τον φλοιόν του οποίου βάφονται τα μάλλινα υφάσματα κατάμαυρα. Χερακώνω , χουφτιάζω με το χέρι. Χελιά, κούλια, κάλεσσα, στερφοκάλεσα, κανούτα, καψαλή, κότσινη, μονοβύζα , ονόματα προβάτων διδόμενα από το χρώμα και από την μορφήν.

Τι θάμμασμα που έγεινε πίσω στην Καναπίτσα! . . . Δεκαοχτώ τουλουμοτύρια, το φόρτωμα ενός καϊκιού, που έπεσε εψές όξου, τα ερρούφηξεν ο αφαλός της θάλασσας και τα ξέρασε πίσω το μάτι της λίμνης . . . Θα φάμε χέλια παχειά φέτος, παιδά . . . Από βδομάδα, σαν αφήση τ' αφεντικό, θ' αρχίσω να τα ψαρεύω . . . . Έπεσαν στα τυριά, φάγανε κι' α — δε φάγανε . . . του διαβόλου τα χέλια, βρε!

Ο Χριστοδουλής ελησμόνησε τα χέλια, το καβουράκια και τα κεφαλόπουλα, τα οποία διενοείτο να κλέψη, και δεν εχόρταινε να βλέπη την παιδικήν εκείνην επί της λίμνης περιπλάνησιν. Αλλά δεν του διέφυγε και η &ατζαμωσύνη& του Νίκου, όστις δεν είξευρε ν' &αβαράρη& κανονικά, καθώς έπρεπε, και χωμένος μέσα εις τους καλαμώνας ο παιδικός φίλος σου εστέναζε κ' έλεγε: «Α! να ήμουν εγώ»!. . .»

Ο γέρο Μπάρδας κάθεται σε στρουγγολίθι απάνου Με το πλατύ το πόσι τον, με το μακρύ ραβδί του, Με την χοντρή σου σάρικα πώχει πυκνόν το φλόκο, Με τους εφτά του τους υγιούς, με τους εννιά γαμπρούς του, Κι' όλο τηράει τα πρόβατα και λέει για το καθένα: — Τήρα σαργιά πώχ' η χελιά, τήρα ποκάρι η κούλια, Τήρα την στερφοκάλλεσα ρούντο μαλλί που βγάζει, Η μονοβύζα η καψαλή τήρα κολτσίδες πώχει.

ΓΛΟΣΤ. Ω! Ας μου ήτο δυνατόν να σας συμφιλιώσω! ΛΗΡ Τι μου φουσκώνει την καρδιάν; Κάτω, καρδιά μου, κάτω! ΓΕΛΩΤ. Κράξε της καρδιάς σου, παππού, καθώς έκραζε η μαγείρισσα, όταν έβαζε τα χέλια ζωντανά μέσα εις την πίττα. Εκτυπούσε τα κεφάλια των με τον κόπανο και έκραζε « Κάτω, σιχαμένα, κάτω!» Ο αδελφός της ήτον, οπού από αγάπην διά το άλογό του, εβουτύρωνε το άχυρον.