United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούτος ευρίσκετο ήδη τριάκοντα βήματα μακράν, και ήρχισε να εντείνη το βήμα και να ανοίγη φοβερώς τα σκέλη, ώστε θα τον εφθόνει και αυτός ο κολοσσός της Ρόδου. Προφανώς ελησμόνησε πόσον δρόμον είχε τρέξει, ως ισχυρίζετο. Ο Βράγγης απετίναξε την νάρκην του νυσταγμού, ανωρθώθη εν ακαρεί, έβαλε κραυγήν, και τον κατεδίωξεν, εκσφενδονίζων κατ' αυτού λίθους και βώλους γης.

Αι άλλαι γυναίκες εξηκολούθουν ν' άποθαυμάζουν τον πολιτισμόν της Ζερβουδοπούλας· η δε χήρα μεθύουσα εκ της εντυπώσεως ταύτης ελησμόνησε πού ευρίσκετο και αφήκεν αχαλίνωτον την πολυλογίαν της.

Η τελευταία εκμυστήρευσις της Λιαλιώς, περί του μνηστήρος του πνιγέντος εν τω Ευξείνω, δεν ίσχυσε να τον καθησυχάση, και ο πειρασμός του ενέπνεε την σκέψιν ότι, μία γυνή ήτις ελησμόνησε τον ατυχή εκείνον διά να νυμφευθή ένα γέροντα, ήτο ικανή να εγκαταλίπη τον γέροντα δι' ένα τρίτον μένοντα εις την πατρίδα της.

Όταν δε αναβλέψας είδε τους βασιλικούς και τα γαρύφαλα εις το παράθυρον ελησμόνησε και τον Τερερέν και τας τραγικάς του αποφάσεις και αντί να προχωρήση εις αναζήτησιν του εχθρού, διηυθύνθη προς την θύραν την οποίαν είχεν ενώπιόν του. Αλλ' η απόφασίς του αυτή δεν ήτο και εντελώς άσχετος με την υπόθεσιν διά την οποίαν με τόσην ορμήν είχεν εξέλθη προ ολίγου.

Μόνον όταν ωμίλει περί κυνηγίου, το οποίον ήτο το πάθος του, ο δύστροπος εκείνος και ολιγόλογος νέος εγίνετο ομιλητικός και η τραχύτης του εμαλάσσετο. Ούτω δε και τώρα, ενώ διηγείτο διάφορα κυνηγετικά του επεισόδια, εφάνη ότι ελησμόνησε την προς τον υιόν του Σαϊτονικολή αντιπάθειάν του και το πρόσωπόν του προσέλαβε σχεδόν ευμενή έκφρασιν.

Υπό ταύτης φλεγόμενος ο δυστυχής Νάρκισσος ελησμόνησε την Ηχώ και κατακλισθείς παρά το χείλος λίμνης απέθανεν εκεί, τείνων εις την ιδίαν αυτού εικόνα απηλπισμένην αγκάλην. Και την αισχράν όμως Ηχώ ετιμώρησαν οι θεοί μεταβαλόντες εις λίθινον ψιττακόν. Αλλ' έτι θαυμαστότερον το επόμενον θαύμα.

Η Μιλάχρω όμως δεν έλεγε διόλου καλά, διότι από την βίαν της ελησμόνησε μέσα έν ολόκληρον ταψίον, Και η κλάρες άναψαν πλέον. Εφλόμωσεν ο φούρνος κατ' αρχάς από μαύρον καπνόν. Μετ' ολίγον ο καπνός έγεινε φαιός. Οι χλωροί πρίνοι ήρχισαν να πρατσαλίζουν μετά κρότου ως γλώσσαι εριζουσών γυναικών και η φλοξ ανέλαμψε δεξιά και αριστερά υπό τον θολίσκον τον πλίνθινον του φούρνου. — Τά, τι κάνεις, θαπώ;

Την ερχομένην λοιπόν ημέραν ήλθον όλοι οι καλεσμένοι κατά την διωρισμένην ώραν και εκάθησαν εις την τράπεζαν του ετοιμασμένου συμποσίου, ομού και ο βαστάζος, ο οποίος ελησμόνησε πλέον την περασμένην του δυστυχίαν· αφού λοιπόν εξεφάντωσαν αρκετά κατά την συνήθειαν, άρχισεν ο Σεβάχ Θαλασσινός την ιστορίαν του τρίτου ταξειδίου με τον ακόλουθον τρόπον. &Ταξείδιον τρίτον του Σεβάχ Θαλασσινού.&

Έκτοτε ανεχώρησαν, αλλ' η μήτηρ μου δεν τους ελησμόνησε, κρίνουσα δε εκ των ιδίων αισθημάτων με παρεκίνει να μεταβώ εις Τήνον και να ζητήσω επ' ονόματί της την προστασίαν των φίλων της. Εδίσταζα και εταλαντευόμην. Πώς να παρουσιασθώ, έλεγα• δεν γνωρίζουν το πατρικόν μου όνομα.

Και τώρα σας παρακαλώ να μου πήτε εν συνειδήσει· δεν είνε φρονιμώτερον να έλθουν εις την θέσιν των παίδων οι γέροντες, αφού μάλιστα ούτως ή άλλως γίνονται παλίμπαιδες; Μακράν από τον κόσμον, όστις τον ελησμόνησε, και πλησίον του πελάγους, όπερ είδε τα γενναία του τολμήματα, εις την νήσον Μύκονον, απέθανεν ο Σουρμελής.