Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Επειδή δε κατηγόρησε τον τρυφηλόν μου βίον, φαίνεται ότι ελησμόνησε τι έπραττεν εις την Καπύην, συγκυλιόμενος με εταίρας και κατατρίβων εις διασκεδάσεις ο ανόητος καιρόν τον οποίον έπρεπε να χρησιμοποίηση εις τον πόλεμον.

Δεν υπάρχει παράδειγμα ανθρώπου όστις μεταβάς εις άλλην πόλιν ελησμόνησε τον τόπον εις τον οποίον εγεννήθη. Αλλά και εκείνοι οίτινες δυστυχούν εις τα ξένα, συχνά ενθυμούνται την πατρίδα, ως το μέγιστον των αγαθών• και εκείνοι οι οποίοι ευτυχούν, μολονότι κατά τα άλλα είνε ευχαριστημένοι, θεωρούν ως μεγίστην στέρησιν ότι δεν κατοικούν εις την πατρίδα, αλλ' εις ξένην γην.

Έκαμε γνωριμίας μεταξύ των νέων του χωριού, ενεφανίζετο εις τα δώματα περί το δειλινόν, όταν τα κορίτσια μετέβαινον εις την βρύσιν ή επέστρεφον από τα λειβάδια, κάπου- κάπου δε έρριπτε και κανένα λόγον, μιμούμενος τους άλλους νέους. Τόσον ήτο ευχαριστημένος από αυτήν την νέαν φάσιν της ζωής του, ώστε σχεδόν ελησμόνησε τον Τερερέν. Εις τούτο δε και ούτος τον εβοήθησεν, αποφεύγων την συνάντησίν του.

Είναι τόσον δυσεύρετοι οι Ναθαναήλ σήμερον! Η ψυχή του φαίνεται να υπήρξε μία από τας ψυχάς εκείνας τας γαληνίους, τας ερημικάς, τας μελετητικάς, των οποίων η σφαίρα της υπάρξεως έγκειται όχι εδώ, αλλ' εν τη γη των ειρηνοποιών και των πραέων. Ουδέποτε δε, μέχρι του μαρτυρικού θανάτου του, ελησμόνησε τας λέξεις εκείνας, αίτινες έδειξαν ότι ο Κύριός του τον είχε δοκιμάσει και τον είχε γνωρίσει.

Ούτος δε παραλαβών τους εκ της Σάμου κατήλθεν εις την Κυρήνην και γενόμενος κύριος των πραγμάτων ελησμόνησε τον χρησμόν και εζήτησε να εκδικηθή κατά των αντιπάλων διά την φυγήν του.

Τόσον το καλλίτερον, είπεν ο Σκούντας στενάζων. Παραδόξως δ' εσκυθρώπασε, και δεν επέμεινε περιπλέον εις το θέμα τούτο του λόγου. — Ας έλθωμεν εις το προκείμενον, είπεν. — Ας έλθωμεν. — Έως πότε λέγεις να φθάση εδώ; — Ποίος; — Ο Καρδινάλιος, αυτός, πώς τον λέγουν. — Δυστυχώς αυτός ο Δερμίνιος, ο υποκριτής, ελησμόνησε να βάλη την χρονολογίαν εις την επιστολήν. — Όστε δεν ειξεύρεις;

Η Μαργή εστράφη προς τα οπίσω διά να φύγη, αλλ' ο βραχίων του Μανώλη εξετάθη προ αυτής ως φράκτης ανυπέρβατος. — Δε μ' αγαπάς λίγο-λίγο; αι Μαρούλι, δε μ' αγαπάς μια σταλιά; Τότε πλέον η Μαργή έγινεν έξω φρενών και ελησμόνησε και την εξομολόγησιν και την μετάληψιν και την κόλασιν.

Εις την θέαν της ο Πετρώνιος ελησμόνησε τον Καίσαρα, ελησμόνησε την δυσμένειαν, εις την οποίαν είχεν υποπέσει, ελησμόνησε τον Βινίκιον και την Λίγειαν και τους διωγμούς τους απειλούντας αυτούς και όλους τους Χριστιανούς. — Αυθέντα μου! είπεν η Ευνίκη. — Ελθέ, Ευνίκη, δος μου τα χείλη σου . . . Με αγαπάς; — Ούτε τον Δία θα ηγάπων περισσότερον. Και φρίσσουσα όλη τον εφίλησεν εις τα χείλη.

Αλλ' επί μακρά έτη ουδέν βιβλίον είχεν αναγνώσει, και ελησμόνησε τα στοιχειώδη εκείνα μαθήματα. Τη ήλθε προς στιγμήν η ιδέα να ερωτήση τον Τρέκλαν αν είξευρεν ανάγνωσιν και να διαβιβάση διά του αυτού μέσου το γράμμα προς αυτόν, όπως τη το αναγνώση. Αλλ' απετράπη το μεν ένεκα της ανυπομονησίας του Τρέκλα όπως απέλθη, το δε εκ της επιθυμίας ην είχε ναναγνώση μόνη της την επιστολήν.

Στηρίξου επί του βραχίονός μου και ακολούθει με, είπεν ο Απόστολος. Ο Θεός ημών είναι Θεός ελέους και σωτήρ ημών. Ήλγησας και ενώπιον του πασσάλου του Γλαύκου και ο Χριστός είδε το άλγος σου. Είπες δε αφόβως προς τον Νέρωνα ότι «ο εμπρηστής είναι εκείνος». Και ο Χριστός δεν ελησμόνησε την μετάνοιάν σου. Ο Χίλων έπεσε γονυκλινής, έκρυψε το πρόσωπον εις τας χείρας του και έμεινεν ακίνητος.

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν