United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνη ύψωσε προς αυτόν τους γαλανούς οφθαλμούς της, πλήρεις δακρύων, και απήντησε με φωνήν δυσδιάκριτον: — Ναι, ναι αυθέντα! Οι οφθαλμοί της, η χρυσή λυτή κόμη της και το τεταραγμένον πρόσωπόν της ήσαν τόσον ωραία, ώστε ο Πετρώνιος ησθάνθη συμπάθειάν τινα προς αυτήν. — Ποίος είνε ο εραστής σου; ηρώτησε δεικνύων τους δούλους.

Και εκάγχασε θορυβωδώς εις μόνην την σκέψιν, ότι θα ήτο δυνατόν να ασπασθή το κήρυγμα των αλιέων της Γαλιλαίας. Ο θεράπων ανήγγειλε την Ευνίκην και ευθύς παρετέθη το δείπνον. Ο Βινίκιος εις την τράπεζαν διηγήθη εις τον Πετρώνιον την επίσκεψιν του Χίλωνος. — Η ιδέα ήτο καλή, είπεν ο Πετρώνιος, κρινομένη εκ των υστέρων.

Τίμα τους φιλοσόφους, σου λέγω, άλλως δε θα αλλάξω ταβέρναν, όπως με συμβουλεύει προ πολλού ο αρχαίος φίλος Πετρώνιος. Επί τινας ημέρας μετά ταύτα ο Χίλων ουδαμού εφαίνετο.

Ο Πετρώνιος και η Χρυσόθεμις τον ειρωνεύοντο, εκείνος εβάδιζε ζωηρώς εις τον θάλαμον, επαναλαμβάνων: — Έπρεπε να είνε τώρα εδώ! . . . Έπρεπε να είναι εδώ!. . Ηθέλησε να εξέλθη, αλλ' εκείνοι τον εκράτησαν. Αίφνης εις τον προθάλαμον ήχησαν βήματα και στίφη δούλων εισήλθον εις το μέλαθρον και τοποθετηθέντες υπό τον τοίχον, ύψωσαν τας χείρας και ήρχισαν να οιμώζουν. — Άαχ! . . . Άαααχ!

Και καθόσον το όνομά του διεδίδετο, τα πρόσωπά των εγίνοντο ολιγώτερον αγριωπά, αι ωρυγαί των ολιγώτερον θηριώδεις. Ο Πετρώνιος αφήρεσε την λευκήν τήβεννόν του την ερυθροϋφή, την εσήκωσεν εις τον αέρα και την περιέστρεψε, σημαίνων ότι ήθελε να ομιλήση. — Σιωπή! Σιωπή! εφώναξαν εις το πλήθος. Αμέσως έγινε σιγή. Τότε εγερθείς επί του ίππου του ωμίλησε με βροντώδη φωνήν: — Πολίται!

Ο Καίσαρ ουδέποτε ήκουσεν εις την ζωήν του να ομιλούν περί της Λιγείας· εάν απήτησε να του παραδώσουν αυτήν, τούτο εγένετο διότι κάποιος τον ώθησεν· είναι εύκολον να μαντεύση τις ποίος. — Ο Πετρώνιος; — Αυτός. Ιδού πώς ανταμειβόμεθα, διότι ηνοίξαμεν την θύραν μας εις ανθρώπους άνευ τιμής.

Επότιζε τους ανθώνας. Και τα γόνατά μου, μα την ασπίδα του Ηρακλέους, σου λέγω, δεν έτρεμον όταν στίφη Πάρθων ολολύζοντα μας περιεκύκλουν, έτρεμον όμως πλησίον της δεξαμενής εκείνης. Τεταραγμένος ως παιδίον, επί πολλήν ώραν δεν ηδυνήθην να προφέρω λέξιν μόνον οι οφθαλμοί μου την εκύτταζον ικετευτικώς. Ο Πετρώνιος τον παρετήρει με κάποιον φθόνον.

— Ο βίος είναι γελοίος, και εγώ γελώ, επεκρίθη ο Πετρώνιος, αλλ' εδώ ο γέλως έχει άλλον ήχον. Ούτω συνδιαλεγόμενοι ηγέρθησαν και διέτρεξαν την οικίαν καθ' όλον το μήκος της και έφθασαν εις τον κήπον. Ο Πετρώνιος έρριψε βλέμμα γοργόν επί της Λιγείας.

Ακούεις, Βινίκιε! διέκοψεν ο Πετρώνιος, δεν το είπα εγώ; — Είνε μεγάλη τιμή δι' εμέ, είπεν ο Χίλων. Η παρθένος, αυθέντα, εξηκολούθησεν, απευθυνόμενος προς τον Βινίκιον, λατρεύει ασφαλώς την αυτήν θεότητα την οποίαν και η πλέον ενάρετος Ρωμαία, η Πομπωνία, αλλά δεν ηδυνήθην να μάθω από τους ανθρώπους της ποίος Θεός είνε ο παρ' αυτής λατρευόμενος και πώς εκαλούντο οι πιστοί του.

Τι έχεις τέλος; Είσαι λοιπόν χριστιανός; — Όχι ακόμη, φευ! Όχι δεν είμαι άξιος ακόμη. Ο Πετρώνιος επέστρεψεν εις την οικίαν του, υψών τους ώμους και λίαν δύσθυμος, συλλογιζόμενος τα του Βινικίου. Ο πεπειραμένος αυτός σκεπτικιστής είδεν ότι είχε χάση την κλείδα της ψυχής εκείνης του ανεψιού του.