United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αιωνίως λάμπουν νωπά και χλοερά, εν τη βασιλεία των ουρανών, σαν της μουρτιαίςτης Μαμμούς το ρέμα· Και απήγγελλε μεγαλοπρεπώς το του ψαλμού: — «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοιΕσιώπα μικρόν. Και βλέπων με το ιλαρόν βλέμμα του είτα την γραίαν, και υψών την φωνήν του, ως εάν ελάλει προς κωφόν, επανέλεγε: — Τ' ακούς, γρηά-Κυρατσού;

Όλα δε αυτά εξέφρασε ποιήσας τον σταυρόν του και βαθέως υποκλιθείς. — Χριστός Ανέστη! ανέκραξεν ο ιερεύς, υψών την λαμπάδα του προ των ομμάτων του μπάρμπα-Κώστα, ούτινος το φασκιωμένον πρόσωπον ανέλαμψεν από χαράν μαγικήν, — Αληθώς ανέθτη! Ετραύλισεν ο μπάρμπα-Κώστας. — Πώς είσαι! — Καά. Δόκθα θοι ο Θεός! — Πονείς! — Δόκθα θοι ο Θεός! επανελάμβανεν ο ασθενής. Δόκθα θοι ο Θεός!

Να σου πω, έτσι νάχωμε καλά Χριστούγεννα, είπον οι ποιμένες, μπορεί νάναι αλήθεια. Αυτό το καράβι για να νομίζη πως εδώ είνε η χώρα για να δώση ς' το παιδί ένα τάλλαρο ολάκερο, κάτι τρέχει. — Θεια Μυγδαλίτσα! εφώνησεν ο παις προς την ταχέως φεύγουσαν γραίαν, υψών την φωνήν του, διά να ακουσθή. Σαν είνε αλήθεια, να με φωνάξης να τραγουδήσω τα Χριστούγεννα.

Εις στιγμήν τοιαύτης εξάψεως συνήντησε μίαν ημέραν έξω του χωρίου τον Τερερέν και χωρίς κανένα πρόλογον τον συνέλαβεν από τον λαιμόν και τόσω δυνατά τον έσφιγξεν, ώστε η χειρ του ταλαιπώρου Αναγνώστου παρέλυσε και έπεσεν η αξίνη την οποίαν εκράτει. — Εσύ 'σαι, μωρέ, απού καφκάσαι πως θα με δέσης; ανεφώνησεν υψών αυτόν εις τον αέρα. — Για όνομα του Θεού! ετραύλισεν ο Τερερές με φωνήν ημίπνικτον.

Δεν ετόλμων να τον επιπλήξω υψών την φωνήν, διότι ήκουα έξω τον ψιθυρισμόν των δύο αδελφών. Τι έλεγον; Το εξομολογούμαι προς αίσχος μου η περιέργεια υπερέβαλε την χρηστοήθειαν. Επλησίασα κ' εγώ το αυτίον μου εις την χαραμμίδα της θύρας. — Να μη τον ιδή η Ελένη, εψιθύριζεν η Κυρία Σοφία. Δι' όνομα Θεού, να μη τον ιδή! Θ' αποθάνη! — Σιωπή! εψιθύρισεν ο Κ. Μελέτης. — Ο ίδιος, απαράλλακτος!

Εν τούτοις εις το βάθος του δώματος, αριστερά επεφάνη είς άνθρωπος με χιτώνα λευκόν, γυμνόπους και με στωικόν ύφος. Ο Μαναή, από τα δεξιά, ώρμησε υψών την μάχαιράν του. Η Ηρωδιάς φωνάζει τον Μαναή — «Φόνευσέ τον». — «Στάσουτου λέγει ο Τετράρχης. — Ο Μαναή έμεινεν ακίνητος, ως και ο άλλος.

Εμφορούμενος υπό ζήλου ωμίλει μετά πλειοτέρας δυνάμεως προς εκείνους τους οποίους επλησίαζε, και υψών την φωνήν ήθελε να καταστή ωφέλιμος και εις τους μάλλον μακράν ευρισκομένους.

Τι έχεις τέλος; Είσαι λοιπόν χριστιανός; — Όχι ακόμη, φευ! Όχι δεν είμαι άξιος ακόμη. Ο Πετρώνιος επέστρεψεν εις την οικίαν του, υψών τους ώμους και λίαν δύσθυμος, συλλογιζόμενος τα του Βινικίου. Ο πεπειραμένος αυτός σκεπτικιστής είδεν ότι είχε χάση την κλείδα της ψυχής εκείνης του ανεψιού του.

Στρατηγέ την άδεια να καταβώ'ς το ποτάμι. Να κάμης τι; — Διψώ. Ο καπετάνιος με παρετήρησεν απορών. Τον εξέπληξεν άρά γε η αίτησίς μου, ή η έκφρασις του προσώπου μου; — Δεν είναι ακόμη ώρα, είπεν άνευ οργής. Πρόσμενε. — Δεν ημπορώ να προσμείνω, απεκρίθην υψών την φωνήν. Οι οφθαλμοί του γέροντος ήστραψαν. Ηγέρθη διά μιας και η δεξιά του κατέπεσεν επί του εγχειριδίου εις την ζώνην του.

Κ' υψών είτα ένδον τον λογισμόν του, εκραύγασεν εν εαυτώ: — Αρχή άντρα ρίχνει! Ήξευρε και ρητά, βλέπετε, και μετεμόρφωνεν αυτά με την πευκίσιαν γλώσσαν του πολύ σωστά. Καλλίτερα και από το πρωτότυπον, αν συγκρίνωμεν το παρηλλαγμένον ούτω ρητόν του ποιμένος προς την σύγχρονον πολιτικήν μας κατάστασιν. Πευκίσιο μυαλόκαταλαμβάνετεόλο ευωδία και δροσιά . . .