United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μεταξύ της στέγης σου ταύτης, — ήτις κρύπτει από των ομμάτων σου κόσμον ολόκληρον, — και της σαρκός σου, ήτις καλύπτει έτερον κόσμον, — υπάρχει κλίμαξ, μεγαλειτέρα και της κλίμακος του Ιακώβ, ην ανήλθον ως βασιλεύς, και κατήλθον ως κλέπτης. Και όμως η τιμωρία μου ήτον η άνοδος, και η κάθοδος αμοιβή μου.

Α α, δμωαί γυναίκες, αίδε Γοργόνων δίκην φαιοχίτωνες και πεπλεκτανημέναι πυκνοίς δράκουσιν! ουκ έτ' αν μείναιμ' εγώ. — Τίνες σε δόξαι, φίλτατ' ανθρώπων πατρί, στροβούσιν;... — Ουκ εισί δόξαι τώνδε πημάτων εμοί· σαφώς γαρ αίδε μητρός έγκοτοι κύνες... Άναξ Άπολλον, αίδε πληθύουσι δη, καξ ομμάτων στάζουσιν αίμα δυσφιλές... υμείς μεν ουχ οράτε τας δ', εγώορώ. ελαύνομαι δε, και ουκ έτ' αν μείναιμ' εγώ.

Το δε μεταξύ τούτων είναι γένος πυρός, το οποίον φθάνει εις το υγρόν των ομμάτων και αναμιγνύεται με αυτό, αλλά δεν στίλβει, και την λάμψιν ταύτην του πυρός η οποία αναμιγνύε- ται μετά του υγρού, επειδή παρέχει χρώμα του αίματος, την ονο- μάζομεν ερυθρόν. Το λαμπρόν ενούμενον με το ερυθρόν και το λευκόν γεννά το ξανθόν.

Η όρασις της διανοίας αρχίζει να βλέπη οξέως, όταν η των ομμάτων αρχίζη να παρακμάζη· συ δε είσαι μακράν απ' αυτά ακόμη. Και εγώ ακούσας: — Τα μεν εκ μέρους μου, είπα, αυτά είνε, και τίποτε δεν ελέχθη άλλως ή όπως το διανοούμαι· συ δε σκέψου επ' αυτών και αποφάσισε ό,τι νομίζεις άριστον και δι' εμέ και διά σε.

Διότι τούτο δεν είχε χρείαν ομμάτων, αφού ουδέν είχε μείνει έξω, όπερ να είναι ορατόν, ούτε ακοής, διότι δεν υπήρχε τι ακουστόν. Ούτε υπήρχε πέριξ αήρ, του οποίου δεν είχε χρείαν ίνα αναπνέη.

Όταν λοιπόν υπάρχη φως της ημέρας πέριξ του ρεύματος τούτου της όψεως, τότε πίπτει όμοιον εις όμοιον και συνενού- μενα στερεώς αποτελούσιν έν μόνον σώμα ομοίας φύσεως κατά την διεύθυνσιν των ομμάτων εκεί, όπου το προστιθέμενον έσωθεν συγκρούεται προς εκείνο, όπερ έρχεται εις συνάντησίν του έξωθεν. Παύει λοιπόν να βλέπη και προσέτι προκαλεί τον ύπνον.

Ωμοίαζε με γραίαν νωδήν, με τας κόγχας κενάς ομμάτων, με τα ώτα βομβούντα από ήχους φαιδρών φωνών παιδίων, χλευαζόντων σκληρώς την αδυναμίαν της.

Ήρχετο να την ανακαλέση εις εαυτήν, να την ενδύση πάλιν με την προτέραν ενδυμασίαν της, εκείνην η οποία τόσον της ήρμοζε, να της επαναδώση τα παιδικά της αισθήματα. — Διότι καθ' όλην των την ζωήν, τι άλλο είνε οι βλάχοι παρά παιδιά; Η λυγερή ήτο άλλη ήδη· συνεκινείτο εις την ιδέαν αυτήν και μόνην, εις την εικόνα αυτήν του βίου, την οποίαν της παρουσίαζε ζωηράν προ των ομμάτων της ο αυλητής.

Ο Βόσπορος εκυλίετο χαριέντως υπό τα βλέμματά μας· πολυάριθμα ισχνοτενή ακάτια διέσχιζον τα κυανά του νερά κατ' αντιθέτους διευθύνσεις, ως χελιδόνες πετώσαι μετ' απαραμίλλου ταχύτητος. Η μήτηρ μου τα παρετήρει δι' απλανών ομμάτων και μετά μακράν σιωπήν αναστενάξασα βαθέως: — Διες εσύ! είπε, πώς περνούν τα χρόνια, και γυρνούν τα πράγματα!

Όλα δε αυτά εξέφρασε ποιήσας τον σταυρόν του και βαθέως υποκλιθείς. — Χριστός Ανέστη! ανέκραξεν ο ιερεύς, υψών την λαμπάδα του προ των ομμάτων του μπάρμπα-Κώστα, ούτινος το φασκιωμένον πρόσωπον ανέλαμψεν από χαράν μαγικήν, — Αληθώς ανέθτη! Ετραύλισεν ο μπάρμπα-Κώστας. — Πώς είσαι! — Καά. Δόκθα θοι ο Θεός! — Πονείς! — Δόκθα θοι ο Θεός! επανελάμβανεν ο ασθενής. Δόκθα θοι ο Θεός!