United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά δέους επαίρω τους οφθαλμούς μου προς τα ισχία, όθεν ο άνεμος διά των ποικίλων οπών του εξαρτισμού εισχωρών βιαίως, συρίζει. Συρίζει πενθίμως, συρίζει οξέως, συρίζει γοερώς.

Η όρασις της διανοίας αρχίζει να βλέπη οξέως, όταν η των ομμάτων αρχίζη να παρακμάζη· συ δε είσαι μακράν απ' αυτά ακόμη. Και εγώ ακούσας: — Τα μεν εκ μέρους μου, είπα, αυτά είνε, και τίποτε δεν ελέχθη άλλως ή όπως το διανοούμαι· συ δε σκέψου επ' αυτών και αποφάσισε ό,τι νομίζεις άριστον και δι' εμέ και διά σε.

Αλλά μετ' ολίγον κραυγάζει ως να είχε λησμονήσει να το είπη πρότερον. — Νάχετε το νου σας, κορίτσια. Είνε, ακόμα κλέφτες! τα μάτια σας τέσσερα! κορίτσια! Και επανέλαβεν οξέως παρατείνουσα την ξηράν φωνήν της. — Κλέφτες! Και η ηχώ δεινή και άχαρις επανέλαβε δις·Κλέφτες!

Κάθεται κλεισμένη μέσα, και άμα φανή κανένα καράβιτο λιμάνι μπρος, νά σου και πετιέται όξω. Είνε ένα θάμα αυτή η χριστιανή. Την Παραμονήν των Χριστουγέννων η θεια Μυγδαλίτσα είχεν εγερθή οξέως ωργισμένη κατά της κόρης της, καθ' εαυτής, κατά πάντων.

Έχουσα παρ' εαυτή πινάκιον βαθύ, περιέχον τον λευκόν βουτυρώδη πολτόν του αλεύρου, έρριπτε κουταλιές-κουταλιές εξ αυτού εντός του τηγανίου, πλήρους ελαίου, όπερ τότε οξέως τσιτσιρίζον ακόνιζε την όρεξιν του Κοψαχείλη, όστις περιεστρέφετο μεν μετά του ημιόνου του περί το ελαιοτριβείον, αλλά δεν έπαυε και από του να παρακολουθή τα ψήσιμον των τηγανιτών, τας οποίας διά του πηρουνίου λαμβάνουσα η χήρα έθετεν επί άλλου πινακίου εν σωρώ, όστις εμεγεθύνετο αδιακόπως, λευκοκίτρινος, ροδισμένος, ενώδης, αχνίζων έλαιον, το οποίον όσον ωσφραίνετο ο Κοψαχείλης, τόσον εμελώδει, κομμένην, κατατσακισμένην την φαιδράν και χορευτικήν «Γιαννούλαν», εν ώ το μάρμαρον κυλιόμενον ετσάκιζε θλιβερώς τας μαύρας ελαίας, ριφθείσας εκεί πλυμένας, καθαράς.

Με τον πρώτον ήχον της φλογέρας η επιδερμίς της ανεσηκώθη κ' αι οφρύς της συνεσπάσθησαν βιαίως· με τον δεύτερον ησθάνθη κάτι θερμόν και ψυχρόν εναλλάξ, ανακινούμενον εις την ράχιν της· με τον τρίτον ενόμισεν ότι ρευστόν τι, οξέως θερμόν, διεκλαδίσθη καθ' όλα αυτής τα μέλη κ' έφθασε μέχρι των άκρων, νύσσον πάντοτε ωσεί βιαζόμενον να εκρεύση εκείθεν.

Πρέπει δε να υπολογίσωμεν την λεπτότητα των πλευρών και την οξύτητα των γωνιών και την σμικρότητα των μερών και την ταχύτητα της κινήσεως, διότι δι' όλα ταύτα το πυρ ον βίαιον και οξέως κοπτερόν κόπτει πάντοτε ό,τι ήθελε 62. | τύχει, και να ενθυμηθώμεν την γέννησιν του σχήματος του πυρός, ότι δηλ. είναι ακριβώς αύτη η φύσις και όχι άλλη, ήτις διαιρούσα τα σώματα ημών και εις μικρά μέρη κατακερματίζουσα αυτά παράγει το πάθος τούτο, το οποίον λέγομεν θερμότητα, και άμα το όνομα αυτού.