United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είμ' εγώ! είπεν ο Μαρτίνος· σωστά στραβά, δε μπορώ να σκεφτώ αλλιώτικα. — Πρέπει νάχετε το διάβολο μέσα σας, είπε ο Αγαθούλης.

Ανησύχησαν όλοι κι' άρχισαν με κλάμματα να την κουνούν, για ν' ανοίξη και να ιδούν για ύστερη φορά τα μάτια της, και ν' ακούσουν για ύστερη φορά τα ευλογημένα της τα λόγια. Η δόλια η Μάννα άνοιξε για ύστερη φορά τα μεγάλα τα μάτια, και κύτταξε όλους με την αράδα, σα να τους μετρούσε έναν έναν, και τους έδωκε την ευχή της ολωνών. — «Νάχετε όλοι την ευχή μου! Σας την δίδω με όλην μου την καρδιά!

Αλλά μετ' ολίγον κραυγάζει ως να είχε λησμονήσει να το είπη πρότερον. — Νάχετε το νου σας, κορίτσια. Είνε, ακόμα κλέφτες! τα μάτια σας τέσσερα! κορίτσια! Και επανέλαβεν οξέως παρατείνουσα την ξηράν φωνήν της. — Κλέφτες! Και η ηχώ δεινή και άχαρις επανέλαβε δις·Κλέφτες!

Στο προσκάλεσμα της γριάς οι τρεις γίδες αποκρίθηκαν μ' ένα μακρύ «μεκεκεεέ, » η καθεμιά γυρεύοντας το παιδί της. Η Μαριανθούλα με την υπηρέτρα άρχισαν να ξεκαρδίζωνται στα γέλοια, κι' η Γριά τους είπε με παράπονο: — Γελάτε με! Γελάτε με! παλιότσουπρες! Εγώ δε θα ξαναγυρίσω αυτού που είστε σεις, αλλά σειςζωή νάχετεθαρθήτε εδώ που είμαι εγώ!...

«Πάλι σας χαιρετώ, παλικάρια, που χάρη νάχετε τα ηρωικά σας ονόματα, και δεν σας παίρνουνε για αποβγάλματα της Φραγκιάς! Που σπίθες πετούνε τα μάτια σας, μα σπίθες που δε μυρίζουν μπαρούτι! Που ο Άρης την πήρε τη φλόγα του από την όψη σας, και σας αφήκε τα ρούχα του μοναχά! Καλή μας τύχη, παιδιά μου, που η Φύση κάμνει και θάματα κάποτες. Βγάζει κάποτες και δράκους από τα σπλάχνα της σαρδαναπαλιάς.

Τέλος, μίαν πρωίαν, ήλθε γράμμα, με μέγαν χρωματιστόν φάκελλον, με πολλάς σφραγίδας και γραμματόσημα όχι ολίγα. — Καλώς ταδέχτης, καλώς ταδέχτης, γειτόνισσα. — Καλώς ταδέχτης, εξαδέλφη. — Ευχαριστώ, καλό νάχετε. Η Ασημήνα είχε μεγάλες χαρές, ομοίως και η Αφέντρα, η κόρη της.

Ίσως θα σου κάμω μίαν ερώτησιν κάπως ολίγον ανόητον, και σε παρακαλώ να μου συμπαθήσης· κοίταξε λοιπόν: αφού δεν είναι δυνατόν κανείς να απατάται, ούτε να έχη ψευδείς δοξασίας, ούτε να είναι αμαθής, ούτε επομένως και να διαπράξη κανένα σφάλμα δεν είναι δυνατόν, όταν κάμνη κάτι τι; αυτό δεν ισχυρίζεσθε; — Αυτό ακριβώς, μου απήντησε. — Ιδού λοιπόν τώρα η ανόητος η ερώτησις, που ήθελα να σας κάμω: αφού δεν είναι δυνατόν να σφάλλωμεν, ούτε εις τας πράξεις μας, ούτε εις τους λόγους μας, ούτε εις τας σκέψεις μας. εσείς, νάχετε καλό! αφού είναι έτσι, τι ήλθετε τότε να διδάξετε εδώ; ή δεν μας εβεβαιώσετε προ ολίγου ότι είσθε εις θέσιν καλύτερα από τον καθένα να διδάξετε την αρετήν εις όλους εκείνους που ήθελαν να την μάθουν;

Κακορράχετε! απήντα μορφάζουσα η γραία, εκ της ταχύτητος ούτω τολμηρώς περικόπτουσα την κοινήν ύβριν: «κακό χρόνο νάχετε!» — Δεν την συμμαζεύεις λιγάκι; Έλεγον προς την κόρην της αι φίλαι γειτόνισσαι. — Μ' ακούει, θαρρείς; Και ηρυθρία η κόρη, μη δυναμένη να περιορίση την πτωχήν μητέρα της, εκτιθεμένην ούτω εις τα περπαίγματα του χωρίου. — Ναι! παρενέβαινεν ενίοτε, παρούσα η γραία.

Μ' έφεραν τα γλυκοαίματα παιδιά σου να σας δω και να σας γνωρίσω, μια κ' ήρθα στα μέρη σας. Δέσπω. Και γιατί να μην ερθήτε από τα χτες; Ποιος ξέρει τι πατινάδες εκεί στη χώρα! Μα έχουμε δα και μεις ξοχές και παιχνίδια, κι όσο για περιβόλια, όρεξη νάχετε. Θαρρώ οι δυο αυτοί οι ξεφαντωτάδες μου φταίνε. Αν είχατε μαζί σας τον Κωσταντή, ίσια εδώ θα σας έφερνε. Κωστ. Κράλη, τι βλέπεις τη μάννα μου.

Κι αν αλλάξης κι αν αλλάξη, δεν αλλάξατε τίποτις εσείς, τάλλαξε η αγάπη, διές όμως πώς άλλαξε κι αφτή, αφού έγινε μεγαλήτερη, κ' έγινε μεγαλήτερη, γιατί θέλησε, όσο γνωρίζεστε και πάτε, να σμίγετε περισσότερο, νάχετε σ' όλα τις ίδιες ιδέες.