Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Ανάμεσα από τα χωριά και μεταξύ στους κάμπους Κένταγε κι’ ωριοκένταγεν ένα αργυρό ποτάμι, Μ’ αυλάκια, με παραύλακα και με πολλά γεφύρια, Με καταρράχτες τρύψηλους, που πέφτουν αφρισμένοι, Σε μύλους, σε νεροτροβές και σε πολλά μαντάνια, Κι’ απόδιπλα του ποταμού, κατά σειρά στους όχτους, Χιλιάδες δέντρα πράσινα: ιτιές, πλατάνια, λεύκες, Κι’ απάνω στα κλωνάρια τους να στέκουν, να πετούνε Χίλιων λογιών πετούμενα, χιλιών λογιών πουλλάκια.

Οι δόξες όμως που τη μια μέρα πετούνε στον αιθέρα και την άλλη πέφτουνε χάμου στάχτη, δεν είναι δόξες, δεν είναι αστέριαείναι πεφτάστερα. Η αληθινή η δόξα έρχεται από έργα που μένουν κι αποφασίζουν την τύχη ενός λαού, καθώς τα έργα του Μεγάλου του Κωσταντίνου. Μας φαίνεται λοιπό σα να μην πήρε ο Ιουστινιανός του Μεγάλου Κωσταντίνου το δρόμο· σα να ζήτησε μάλιστα και να τονέ στραβώση.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ Δεν βλέπεις; Κάποιος έρχεται κοντά μου να με πάρη. Εις στα παλάτια των νεκρών κάτω σιγά με σέρνει είναι θεός με τα φτερά. Τα μάτια του πετούνε κάτω από τα βλέφαρα αγριεμμένο βλέμμα. Α, άφησε με, άφησε. Τι θέλεις να με κάμης; Τι δρόμος τάχα η άμοιρη είναι αυτός που παίρνω; ΑΔΜΗΤΟΣ Είναι ο δρόμος θλιβερός για όσους σ' αγαπούνε για τον φτωχό σου σύζυγο, για τα παιδιά που κλαίνε.

ΧΟΡΟΣ Θα σκοτώσης για να γυρίσης, ειδεμή εκεί νεκρός θα μείνης. ΗΡΑΚΛΗΣ Δεν είναι η πρώτη μου φορά που αναλαμβάνω αγώνα. ΧΟΡΟΣ Και αν νικήσης, τάχα ποιά τα κέρδη σου θα είναι; ΗΡΑΚΛΗΣ Τα άλογα στον τύραννο της Τίρυνθος θα πάω. ΧΟΡΟΣ Δύσκολο εις το στόμα τους να βάλης χαλινάρι. ΗΡΑΚΛΗΣ Εκτός από το στόμα τους εάν φωτιές πετούνε. ΧΟΡΟΣ Τον άνθρωπο στα δόντια τους κομμάτια τόνε κάνουν.

«Πάλι σας χαιρετώ, παλικάρια, που χάρη νάχετε τα ηρωικά σας ονόματα, και δεν σας παίρνουνε για αποβγάλματα της Φραγκιάς! Που σπίθες πετούνε τα μάτια σας, μα σπίθες που δε μυρίζουν μπαρούτι! Που ο Άρης την πήρε τη φλόγα του από την όψη σας, και σας αφήκε τα ρούχα του μοναχά! Καλή μας τύχη, παιδιά μου, που η Φύση κάμνει και θάματα κάποτες. Βγάζει κάποτες και δράκους από τα σπλάχνα της σαρδαναπαλιάς.

Μου αρέσει εκεί να μένω ορθός και να θωρώ στο φως πλημμυρισμένο τον κάμπο το χλωρό. Τον ήλιο πώς σηκώνει σε αχνό την καταχνιά, τα δάση πώς χρυσώνει και φέγγει στα νερά. Πώς τα πουλιά λαλούνε φαιδρά, πώς καθετί, πώς όλα όσα πετούνε ή δένονται στη γη, φύλλα, φτερούγια, στήθια ανοίγουνε πλατιά για να χαρούνε πλήθια την πρωινή χαρά.

Και ψητόν «'Στό λόγκο με πετούνεΕίπε και σιωπή βαθειά Όλους εκεί πλακόνει. Όλοι το Διάκο άκουγαν. Κανένας δε μιλάει. Κρυφά, σιωπιλά ο είς Τον άλλονε τηράει. 'Σ την σιωπή σηκόνεται Ο υιός του Κολοκοτρώνη. Εκείνος, όπουτο βουνό Της Μάνιας Ραμοβούνι Είδε τον Ήλιο, κ' έπιε Άρκτου αγρίας γάλα· Εκείνος, όπουτην Τουρκιά Τόσα κακά μεγάλα Έφερετο Βαλτέτσιον Και εις το Κορμοβούνι.

Στις επαρχίες τις πάνε στην ταβέρνα· στο Παρίσι τις σέβονται, σαν είναι ωραίες, και τις πετούνε στα σκουπίδια, σαν πεθαίνουνε. — Τις βασίλισσες στα σκουπίδια! είπε ο Αγαθούλης. — Μάλιστα, είπε ο Μαρτίνος. Ο κύριος αββάς έχει δίκιο. Ήμουνα στο Παρίσι, όταν η δεσποινίς Μονίμη πέρασε απ' αυτή τη ζωή στην άλλη.

Κι όλα αυτά γιατί μου ήρθε στο νου ένας αριθμός, που σε ομαλές περίστασες θα περνούσε απαρατήρητος. 25 του Θεριστή Οι μέρες περνούν ενώ γυρίζω και συλλογίζουμαι πως έπρεπε ναρχίσω να εργάζουμαι. Μα οι πεταλούδες της ποίησης πετούνε μόνο ανήσυχες γύρω σε κάτι, που είναι καμένο κ' έρημο. Κάποτε έχω την εντύπωση πως μπορούσα νακολουθήσω το φτερούγισμά τους.

Όσοι δεν είδατε γυναίκα μαραμένη πως ξανανθίζει μες του αγαπημένου αγοριού της την αγκάλη, πως ροδίζουν τα μάγουλά της και φλογοκαίν τα χείλη της και τα μάτια της πετούνε σπίθες, θυμηθήτε τουλάχιστο τα μαραμένα τριαντάφυλλα στο νερό: πως σηκώνουν τανθόφυλλά τους και ξαναπαίρνουνε δροσιά και χρώμα και χύνουν καινούργιο μύρο σα να ξεσκούν εκείνη τη στιγμή !. . . Αλλά για λίγες ώρες, αχ, για πολύ λίγες μοναχά Έτσι κ' η Βεργινία, άμα ερχόταν ο Νίκος της!

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν