United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πού κανείς τον κάθε εκεί νεκρό να ξεδιαλύνει, μον με νερό ξεπλαίνοντας τις ματωμένες σάρκες, 425 χύνοντας δάκρια πύρινα τους φόρτωναν στ' αμάξια. Όμως να κλαίνε ο Πρίαμος δεν άφινε· κι' οι Τρώες βαριόκαρδοι απάς στη φωτιά τους σώρεβαν σωπώντας· κι' αφού τους έκαψαν, γυρνούν κατά της Τριάς το κάστρο. 429

Δημοτικόν άσμα πρωτοτύπου ωραιότητος, εν ω παρίστανται τα όρη της στερεάς Ελλάδος διαπληκτιζόμενα προς τας πεδιάδας και εκζητούντα δι απειλών την απόδοσιν του Ανδρούτζου προσκαίρως παραιτήσαντος αυτά, δίδει εν συνάψει ακριβή ιδέαν της μεγάλης του οπλαρχηγού τούτου βαρύτητος. Κλαίνε τα μαύρα τα βουνά παρηγοριά δεν έχουν.

Είναι η φιγούρα της Μαγδαληνής που, όπως λένε, έγινε εκ του φυσικού: η αγάπη, η θλίψη, οι τύψεις και η ελπίδα γελούν και κλαίνε μέσα στα βαθειά της μάτια και στο πικραμένο στόμα της…

Μα αν είχε προΐδει τι θα γινότανε, σίγουρα θα σκότωνε τους προδότες. Α! Θεέ! γιατί δεν τους σκότωνε; Μέσα στην κατάμαυρη νύχτα, τρέχει το κακό μαντάτο κατά την πολιτεία: πιάσανε τον Τριστάνο και τη Βασίλισσα, κι' ο Βασιληάς θέλει να τους σκοτώση. Πλούσιοι αστοί και άνθρωποι του λαού, όλοι κλαίνε: «Αλλοίμονο!

Μια φορά έβαλε στοίχημα με κάποιον να κάμη τους μισούς Χριστιανούς να κλαίνε και τους άλλους μισούς να γελούν. Ο πειρασμός τον έσπρωξε να εμπαίξη τα θεία, χωρίς να το καταλάβη. Ανέβηκε λοιπόν απάνω στον άμβωνα, γυρίζει προς το Ιερό, κι' αρχίζει να λέη τα βάσανα που περιμένουν τους αμαρτωλούς στην άλλη ζωή. Έβγαλε και το μαντύλι του, όπως συνήθιζε, κι' άρχισε να σκουπίζη τα δάκρυά του.

Οι Χριστιανοί, που ήταν απ' το μέρος του Ιερού, άρχισαν να κλαίνε κι' αυτοί πικρά δάκρυα. Οι άλλοι μισοί όμως που ήσανε προς τη θύρα ήσανε ξεκαρδισμένοι στα γέλοια, κρατούσαν τα σηκότια τους. Πώς είχε γίνει αυτό το θαύμα; Να σου το πω.

Ήρθε όξω από το δωμάτιο και κόλλησε τ' αυτί της στον τοίχο. Ακούει. Ένας από τους πιστούς της παραφυλάει απ' όξω, γι' ασφάλεια. Ο Τριστάνος συγκεντρώνει της δυνάμεις του, σηκώνεται, στηρίζεται στον τοίχο. Ο Καερδέν κάθεται δίπλα του και κλαίνε μαζύ τρυφερά. Κλαίνε τη συντροφιά τους στ' άρματα, που τόσο γρήγωρα πήρε τέλος, τη μεγάλη φιλία τους, και της αγάπες τους. Κι' ο ένας θρηνεί για τον άλλο.

Με μεγάλη βουή μαζεύονται: όλοι κλαίνε εκτός από τον νάνο του Τινταγκέλ. Τότε ο Βασιληάς τους μίλησε έτσι: «Άρχοντες, αυτή η πυρά είναι για τον Τριστάνο και τη Βασίλισσα, γιατί εγκλημάτησαν». Όλοι φώναξαν: «Δίκη, Βασιληά. Να γίνη δίκη πρώτα. Είναι ντροπή και κρίμα, να τους σκοτώσουμε χωρίς δίκη. Βασιληά, αναβολή και έλεος γι' αυτούς

Σκυθρωπός, ετοιμοδάκρυτος αφίνει τη θέσι του, κατεβαίνει τις σκάλες, βγαίνει από την αυλή, παίρνει το βαποράκι και φτάνει στα Θεραπειά. Από εκεί μ' έν' άλογο φτάνει στον Άγιο Γιώργο, παίρνει την ακρογιαλιά. Τα μάτια του ομπρίζουν· κλαίνε και κλαίνε αστείρευτα. Ο ήλιος ψηλά παιγνιδίζει ακόμη σε ζαφειρένιον ουρανό.

Γιατί κλαίτε; τους ψιθύρισε· είνε ωραίος τέτοιος θάνατος, πολύ ωραίος!.. είνε ζωή! Και τάκλεισε πάλι. — Αχ, κακομοίρη! κακομοίρη!... ρέκαξε τ' αντρόγυνο με ψυχοπόνια. — Μα στ' αλήθια κλαίνε ; ρώτησε με απορία ο Θεομίσητος το διπλανό του. — Έτσι φαίνεται· και τέτοιος που ήταν τον ήθελαν. Το λένε αυτοί: Το αίμα νερό δε γίνεται. — Έφτασε το φως! είπε ο Κουτρουμπής μπαίνοντας με μια λάμπα.